10 «ξένοι» σκηνοθέτες στο αγγλόφωνο ντεμπούτο τους - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
14:09
15/3

10 «ξένοι» σκηνοθέτες στο αγγλόφωνο ντεμπούτο τους

«Επαφή» («The Touch», 1971) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη στα αγγλικά, μια ταινία που (κλασικά) ο Μπέργκμαν είχε πολλούς δισταγμούς να ξεκινήσει και η πρώτη του που περιέχει έναν Αμερικανό στο καστ, τον Έλιοτ Γκουλντ. Στους κριτικούς δεν αρέσει, είναι κάπως άνισο είναι η αλήθεια ανάμεσα στις δυο πρώτες πράξεις και την τρίτη, τα εισιτήρια ήταν καταστροφικά, είναι όμως και υποδειγματικός Μπέργκμαν στις καλές του στιγμές, με έναν ακόμα θαυμάσια γραμμένο και παιγμένο ρόλο από την Μπίμπι Άντερσον. Είναι επίσης η τελευταία συνεργασία με τον Μαξ φον Σίντοφ ενώ αχρείαστο να πούμε πως ο Γούντι Άλεν στις ‘80ς δραματικές στιγμές του το έχει αντί ευαγγελίου το έργο. Οι θιασώτες μόνο να κερδίσουν έχουν ψάχνοντάς το, ενώ συναρπαστικό παραμένει, ως είθισται, το πώς «αποτυγχάνει» μια ιδιοφυία, σε μια περίοδο τυπικής συναισθηματικής αρρυθμίας μετά από το ’60 της μεγάλης δόξας. Ο Μπέργκμαν θα επέστρεφε για μια ακόμη φορά στο αγγλόφωνο σινεμά, λίγα χρόνια μετά, με το εξίσου αρνητικά δεκτό «Αυγό του Φιδιού».

«Ιδιωτικός Ντετέκτιβ Χάμετ» («Hammett», 1982) του Βιμ Βέντερς

Μετά τον «Αμερικάνο Φίλο», που ήταν μια γερμανική παραγωγή κι έδειχνε τα λοξοκοιτάγματα του Βιμ Βέντερς στην αμερικανική κουλτούρα, ήρθε η ώρα τούτου εδώ, μιας ταινίας που κι αν πνίγηκε στην κατακραυγή και την εισπρακτική αποτυχία, είμαστε εμείς που την στηρίζουμε σθεναρά. Στην παραγωγή η Zoetrope του Φράνσις Φορντ Κόπολα, εκείνο το θαυμάσιο όνειρο μιας δεύτερης United Artists που θα στέγαζε καλλιτέχνες με τα σχέδιά τους (πνίγηκε στην μεγαλομανία του Κόπολα και την εισπρακτική αποτυχία έργων σαν και αυτό), για μια ταινία που και τώρα δεν είσαι σίγουρος ποιος σκηνοθέτησε τελικά. Κόπολα και Βέντερς τσακώθηκαν, λέγεται, στα γυρίσματα, το cut του Βέντερς δεν πέρασε, φήμες θέλουν όλο το έργο να σκηνοθετήθηκε από τον Κόπολα τελικά. Η αλήθεια κάπου στη μέση πρέπει να βρίσκεται, ο Βέντερς σε πρόσφατη συνέντευξη παίρνει το credit της …αποτυχίας του, γεγονός παραμένει πως το «Χάμετ», είναι ένα ιδιότροπο, συναρπαστικό χάος που σε κάνει να ψάχνεις ποιος έκανε τι, την ίδια στιγμή που σε βυθίζει σε μια μοντέρνα ρετροφανή αποτύπωση της νουάρ ιστορίας του.

«Λογική κι Ευαισθησία» («Sense and Sensibility», 1995) του Άνγκ Λι

Ίσως η πιο ευτυχής περίπτωση ντεμπούτου από τα αναφερόμενα, τουλάχιστον σε ότι αφορά στον αρμονικό γάμο του σκηνοθέτη με την βιομηχανία. Ένας Ταϊβανέζος διασκευάζει Τζέιν Όστεν σε σενάριο Έμα Τόμσον (πήρε κι ένα Όσκαρ), χρειάζεται η ομπρέλα ενός στούντιο για να διασφαλιστεί μια ομοιογένεια, να όμως που προκύπτει διάνοια στην καρέκλα και άριστα έπραξαν οι παραγωγοί να τον καλέσουν βλέποντας το «Γαμήλιο Γεύμα». Ο Λι είναι τεράστιος σκηνοθέτης, είναι τέτοια η εποχή μας που ξεχνά γρήγορα και δεν βιώνει τις εκτιμήσεις της, όμως η δουλειά του εδώ είναι κατατεθέν σήμα της σκηνοθετικής του πλαστικότητας. Από έναν σκηνοθέτη που έμαθε περί του διάσημου βιβλίου από το σενάριο της Έμα Τόμσον (που παρολίγο να το χάσει, ο Στέφεν Φράι της το έσωσε στον υπολογιστή – εξού το ευχαριστήριο των τίτλων), ο άθλος δεν είναι ευκαταφρόνητος. Και η μετέπειτα καριέρα του («Παγοθύελλα», «Χαλκ», «Η Ζωή του Πί») θα το διατυμπάνιζε.

«21 Γραμμάρια» («21 Grams», 2003) του Αλεχάντρο Γκονζάλεζ Ινιάριτου

Στα χαρτιά του υπογράφοντος η μακράν καλύτερη ταινία του Μεξικανού σκηνοθέτη της, ένα έργο σχεδόν αυθάδειας και ασυμβίβαστης τόλμης για έναν πρώτη φορά φιλοξενούμενο στο Χόλιγουντ (συγκριτικά ο συμπατριώτης του Αλφόνσο Κουαρόν έκανε για πρώτη του ταινία την «Μικρή Πριγκίπισσα» - ωραιότατη αλλά δεν είναι ίδιο το στοίχημα…), με τρεις κεντρικές ερμηνείες η μια καλύτερη από την άλλη. Ο Ινιάριτου εμβαθύνει στο χωράφι των εμμονών του (τη μοίρα, την ενοχή, την αυτολύπηση, το τραύμα, την αγάπη, την ψυχή και το βάρος της), μοντάρει καταπληκτικά το χρονολογικό πηγαινέλα και παραδίδει ένα έργο που εκτιμήθηκε αρκετά ώστε να οικοδομήσει τις σχέσεις του με την βιομηχανία. Σον Πεν, Ναόμι Γουάτς και Μπενίτσιο ντελ Τόρο σπάνια υπήρξαν καλύτεροι.

«Ο Επίμονος Κηπουρός» («The Constant Gardener», 2005) του Φερνάντο Μεϊρέγιες

Ο Τζον Λε Καρέ έχει ευτυχήσει στο σινεμά («Ο Κατάσκοπος Που Γύρισε Απ’ το Κρύο», «Ρωσική Εστία», «Κι ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι» - ο Άλφρεντσον έμεινε έξω από τη λίστα μας γιατί αυτό είναι αγγλικό) και η ταινία του Βραζιλιάνου Μεϊρέγιες αμέσως μετά την παταγωδώς υπερτιμημένη «Πόλη του Θεού», δεν υπήρξε εξαίρεση. Με το νευρώδες, σαν ασθματικό του γύρισμα, τα PoV πλάνα (ο Ρέιφ Φάινς γύρισε τα δικά του!), τον στοχασμό και τα χτυπήματα της μνήμης, τον σιωπηλό, επίμονο οδυρμό της απώλειας, τα δαιδαλώδη του Λε Καρέ που τελικά όλα τους αποκρυσταλλώνονται στην απελπισία και την σβησμένη ανθρωπιά, σχεδόν όλα εδώ βρίσκουν το ζενίθ του Μεϊρέγιες, που στην συνέχεια θα έκανε μόνο απογοητεύσεις και τελετές έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων. Σε αναμονή της διάψευσής μας, τουλάχιστον.