Ο πρώτος κανόνας του «Fight Club» είναι να αφήνεις τον Μπραντ και τον Έντουαρντ να μιλούν γι' αυτό - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:22
10/9

Ο πρώτος κανόνας του «Fight Club» είναι να αφήνεις τον Μπραντ και τον Έντουαρντ να μιλούν γι' αυτό

Σαν σήμερα, στις 10 Σεπτεμβρίου 1999, το «Fight Club» έκανε πρεμιέρα (ως Ταινία Λήξης) στο Φεστιβάλ Βενετίας. Δυο δεκαετίες μετά παραμένει μία ατίθαση, προκλητική ταινία που στην εκπνοή των '90s έσπασε τα ταμπού ενός μεγάλου χολιγουντιανού στούντιο κι έγινε σημείο αναφοράς. Ευκαιρία να θυμηθούμε τη συνέντευξη που έδωσαν από κοινού (και αποκλειστικά) στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ οι δυο(;!) πρωταγωνιστές του.

Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα

Νιώθεις πόσο διαφορετικοί είναι από την πρώτη στιγμή που τους αντικρίζεις. Δείχνουν, όμως, μια σπάνια ικανότητα να συμμερίζονται ο ένας τις ανησυχίες του άλλου και να αλληλοσυμπληρώνονται. Ο Μπραντ Πιτ σε καλωσορίζει χαμογελαστός και άνετος, ευγενικός όταν σου σερβίρει καφέ («πριν τον πιω όλο μόνος μου!») κι έτοιμος να το δεχτεί αν του αρνηθείς την αγαπημένη του συνήθεια να καπνίζει στη διάρκεια της συνέντευξης (πράγμα που δεν σκόπευα να κάνω).

Στην άλλη άκρη του δωματίου, ο Έντουαρντ Νόρτον μοιάζει τόσο ντροπαλός κι ανήσυχος όταν πλησιάζει διστακτικά να σε χαιρετήσει, ενώ δυσκολεύεται να σε κοιτάξει κατάματα όταν του μιλάς. Χτυπά νευρικά τα δάχτυλά του στο τραπέζι, εσύ όμως ξέρεις ότι χάρη στην ευφυΐα του, η συζήτηση είναι εξαρχής προορισμένη να του ανήκει. Φανατικός αντικαπνιστής, θα προτιμούσε ο Μπραντ να μην άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Η εμπειρία του «Fight Club», ωστόσο, τον έκανε τόσο καλό φίλο μαζί του που είναι έτοιμος να του συγχωρήσει ακόμη κι αυτό.

«Δεν καταλαβαίνω αυτή τη λογική του να δίνουμε πάντα μια εξωραϊσμένη εκδοχή του κόσμου μέσα από τις ταινίες και την τέχνη μας προκειμένου να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας από την πραγματικότητα» Μπραντ Πιτ

Όπως και στο βιβλίο του Τσακ Πόλανικ, υπάρχει κάτι το παρανοϊκά, το οδυνηρά αστείο στην ταινία. Ένας αδιάκοπος σαρκασμός κι ένα μηδενιστικό χιούμορ που κάνουν το στοχασμό του φιλμ ακόμη πιο κοφτερό

Έντουαρντ Νόρτον: Έχω εδώ και πολύ καιρό εγκαταλείψει την ιδέα ότι θα διαβάσω ένα σενάριο κι αμέσως θα πω «Ο.Κ., αυτό θα προκύψει σίγουρα καλό». Υπάρχουν, σκέφτηκα, τόσα πολλά στοιχεία που χρειάζεται να εναρμονιστούν κάθε φορά ώστε να λειτουργήσει το σύνολο. Αυτό που διδάσκεσαι, ωστόσο, είναι να γνωρίζεις τους ανθρώπους με τους οποίους σκοπεύεις να συνεργαστείς, ώστε να βεβαιωθείς τουλάχιστον ότι…

Μπραντ Πιτ: …ότι σκοπεύεις στον ίδιο στόχο με εκείνους.

Εντ.: Ακριβώς. Το πρώτο λοιπόν πράγμα που με έκανε να πιστέψω ότι θα απολαύσω την ταινία ήταν ότι διαβάζοντας το βιβλίο έπιανα τον εαυτό μου να γελά συνεχώς. Όταν μίλησα με τον Φίντσερ και τον Μπραντ για πρώτη φορά, αυτό που κάναμε ήταν να γυρίζουμε ξανά στα σημεία εκείνα που είχαν φανεί και στους τρεις μας τα πιο αστεία. «Εντάξει», είπα, «θα βγει καλό, γιατί αυτοί οι δύο αντιλαμβάνονται το χιούμορ όπως κι εγώ». Για μένα αυτή η ταινία ανήκει στην καλύτερη παράδοση δημιουργιών όπως το «S.O.S Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα». Μαύρες κωμωδίες με τη δύναμη μιας ισοπεδωτικής σάτιρας. Δεν ξέρω αν το «Fight Club» θα είχε πετύχει στα χέρια διαφορετικού σκηνοθέτη. Νομίζω πως ο Φίντσερ έχει την ίδια βαρύτητα που έχουν όλοι οι σπουδαίοι στιλίστες του σινεμά, όλοι οι Χίτσκοκ, όλοι οι Σκορσέζε…

Μπραντ: …όλοι οι Κιούμπρικ!

Εντ.: Ναι, όλοι οι Κιούμπρικ. Αυτό όμως που καθορίζει τη δουλειά τους είναι ότι έχουν εξαιρετική κατανόηση του τι θα πει αφήγηση. Συνάμα παίρνουν τα πολυάριθμα στιλιστικά τους χαρίσματα και τα προσαρμόζουν πολύ πειθαρχημένα στις υπηρεσίες μιας ιστορίας και της εξέλιξής της. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, νομίζω, σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι σκηνοθέτες ξεπηδούν κατευθείαν από το πεδίο της διαφήμισης και του βίντεο, είναι απλοί επιδειξίες, χωρίς κανείς τους να έχει τη στοιχειώδη ικανότητα της αφήγησης, να μπορεί να διηγηθεί μια ιστορία. Για αυτό καταλήγουμε να έχουμε οπτικά επιθετικές ταινίες, αυτό το κίνημα «το στιλ για το στιλ». Στα δικά μου μάτια ο Φίντσερ φαντάζει αληθινά ως ο πιο ευσυνείδητος μοντέρνος, με την έννοια ότι είναι εκπληκτικός στα τεχνικά – ξέρει περισσότερα πράγματα από ολόκληρο το συνεργείο του, περισσότερα από τους υπευθύνους ήχου ή τους ανθρώπους των εφέ – όμως τον βλέπεις να αφιερώνει όλες του τις γνώσεις και τις δεξιότητες στο να μεταφέρει επί οθόνης μια ιστορία που αξίζει να διηγηθεί. Είναι διατεθειμένος να ξεφορτωθεί όλα τα «παιχνίδια» που τον βοηθούν να πειραματιστεί με την εικόνα, αν νιώσει ότι κανένα από αυτά δε χρησιμοποιείται για να προωθήσει τα συναισθήματα μιας ιστορίας. Ως ηθοποιός, αυτό που ζητάς περισσότερο είναι ένας σκηνοθέτης με όραμα. Όταν καταφέρεις να τον βρεις, μοιάζει με ευλογία γιατί μπορείς να συνεργαστείς μαζί του και να του παραδοθείς ταυτόχρονα. Μπορεί να έρθεις σε αντιπαράθεση ή να καβγαδίσεις μαζί του, στο τέλος όμως, όταν η δουλειά σου έχει τελειώσει κι εσύ εγκαταλείπεις στα χέρια του ένα ακατέργαστο υλικό, ξέρεις πως όταν επιστρέψεις θα δεις το αποτέλεσμα και θα είναι υπέροχο, θα έχει μια προοπτική.

Ποια ήταν η βασική παρόρμηση που έκανε και τους δυο σας να εμπλακείτε σε αυτό το φιλμικό σχέδιο, πέρα, ίσως, από το γεγονός ότι πρόκειται για μια mainstream ταινία που δε μοιάζει με καμιά άλλη;

Εντ.: Η ικανοποίηση που πρόσφερε αυτό το φιλμ σε εμένα, εκτός βέβαια από την ποιότητα όσων ενεπλάκησαν σε αυτό, ήταν ότι στάθηκε η ιδανική ευκαιρία να εκφραστεί με λόγια όλη η απόγνωση που έβλεπα να υπάρχει στους ανθρώπους γύρω μου και στον εαυτό μου.

Ένα είδος άγχους πριν την έλευση της νέας χιλιετηρίδας;

Εντ.: Κάπως έτσι. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι γίνονται ένα σωρό ταινίες οι οποίες προφασίζονται πως μιλούν για τη γενιά μου, όλες τους όμως υποτιμούσαν πολύ τον τρόπο που εγώ αισθανόμουν για την κατάσταση που συνοδεύει το τέλος ενός αιώνα. Το «Fight Club» έμοιαζε ικανό να πιάσει τα σημεία των καιρών, τον παλμό της εποχής.