Εμανουέλ Φινκιέλ: «Με φοβίζει το πόσο γρήγορα μπορεί να γυρίσει σελίδα η Ιστορία» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
13:02
26/4

Εμανουέλ Φινκιέλ: «Με φοβίζει το πόσο γρήγορα μπορεί να γυρίσει σελίδα η Ιστορία»

Ο σκηνοθέτης του «Μαργκερίτ Ντυράς: Η Οδύνη» εξηγεί στο cinemagazine τους προσωπικούς λόγους που τον ώθησαν να γυρίσει τη νέα του ταινία, ενώ δεν κρύβει την αγωνία του για τη σημερινή πολιτική κατάσταση, ούτε και την απαισιοδοξία του για το ενδεχόμενο να επιστρέψουμε από τη μία στιγμή στην άλλη σε μαύρες πτυχές της πρόσφατης Ιστορίας.

Συνέντευξη στον Νεκτάριο Σάκκα

Ο Εμανουέλ Φινκιέλ, ο Γάλλος σκηνοθέτης του «Μαργκερίτ Ντυράς: Η Οδύνη», βρέθηκε πριν λίγες εβδομάδες στην Αθήνα στο πλαίσιο του 19ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου προκειμένου να παρουσιάσει τη νέα του ταινία. Είναι η πρώτη φορά στην καριέρα του 56χρονου σκηνοθέτη που καταπιάνεται με μία διασκευή βιβλίου, συγκεκριμένα της αυτοβιογραφικής νουβέλας με τίτλο «La Douleur» (Η Οδύνη) που η Μαργκερίτ Ντυράς έγραψε το 1985, με θέμα την αγωνιώδη περίοδο κατά την οποία περίμενε τον σύζυγό της να επιστρέψει από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά το πέρας του 2ου παγκοσμίου πολέμου.

Ένα εγχείρημα με ξεχωριστό κινηματογραφικό ενδιαφέρον, αφού η σημαντική Γαλλίδα λογοτέχνις έχει αφήσει το στίγμα της και στο σινεμά. Άλλωστε, εκτός από το σενάριο του αριστουργηματικού «Χιροσίμα Αγάπη Μου» που υπέγραψε, αλλά έχει δει τον «Εραστή» της να μεταφέρεται εξαιρετικά στη μεγάλη οθόνη από τον Ζαν-Ζακ Ανό. 

Στο «Μαργκερίτ Ντυράς: Η Οδύνη», ο Φινκιέλ χωρίζει την αφήγησή του σε δύο μέρη. Το πρώτο εκτυλίσσεται στο κατεχόμενο Παρίσι του ‘44, τότε που η συμμετέχουσα στην αντίσταση Ντυράς, έρχεται σε επαφή με έναν δωσίλογο προκειμένου να αποσπάσει πληροφορίες για την τύχη του αιχμάλωτου άντρα της, Ρομπέρ Αντέλμ. Το δεύτερο μέρος, που ξεκινά επί της ουσίας με την απελευθέρωση, εστιάζει στην καθημερινή της αγωνία για το αν θα γυρίσει.

Σύμφωνα με τον Φινκιέλ, η ταινία πραγματεύεται ως επί το πλείστον την οδυνηρή συνθήκη της αναμονής. Ωστόσο, κάτι οι κομβικές ιστορικές αναφορές από τη μία, κάτι η τρέχουσα συγκυρία με την άνοδο των νεοναζιστικών και ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών στην Ευρώπη, θέτουν την ανάγκη διατήρησης της μνήμης σε ρόλο εξίσου πρωταγωνιστικό. Ωστόσο, μέσα από την κουβέντα μας με τον σκηνοθέτη αναδείχθηκε και μία πιο προσωπική νότα που φωλιάζει στην ταινία του.

...σε όλη μου τη ζωή με στοίχειωνε η απώλεια του πατέρα μου [...] η ταινία αυτή ήταν μια ευκαιρία να μιλήσω για τη δική μου ιστορία.

Αν δεν κάνω λάθος, αυτή είναι η πρώτη φορά που διασκευάζετε βιβλίο. Τι είναι εκείνο που σας συνάρπασε στην ιστορία της Μαργκερίτ Ντυράς και ειδικά σε αυτή τη νουβέλα;

Δεν είναι ακριβώς το συγκεκριμένο βιβλίο όσο το στυλ της Μαργκερίτ Ντυράς που ήθελα περισσότερο να μεταφέρω. Γιατί ήθελα η ταινία να είναι σαν ένα ντοκουμέντο, μια παρακαταθήκη, αντίθετα με το βιβλίο το οποίο άλλωστε περιέχει αρκετά φανταστικά στοιχεία, αφού η ίδια το είχε γράψει και ξαναγράψει. Οπότε η ταινία έχει λίγο από το στυλ της Ντυράς. Πρώτα απ’ όλα επειδή το στυλ της το νιώθουμε και στο βιβλίο, αλλά συγκεκριμένα, επειδή το βασικό θέμα της ταινίας - όπως και του βιβλίου - είναι η αναμονή, αυτή η αναμονή που και εμένα τον ίδιο, για λόγους προσωπικούς, με άγγιζε πολύ.

Οπότε πέρα από μία ταινία για την αναμονή, είναι και μία ταινία για την ανάγκη διατήρησης της μνήμης; Και της δικής σας μνήμης, ενδεχομένως;

Προσωπικά μιλώντας, σε όλη μου τη ζωή με στοίχειωνε η απώλεια του πατέρα μου, τον οποίο η οικογένειά μου περίμενε να δει αν θα γυρίσει, όπως συνέβη και με τον σύζυγο της Ντυράς που βρισκόταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οπότε η ευκαιρία να κάνω μία ταινία που να δείχνει αυτή την αναμονή, με άγγιζε σε προσωπικό επίπεδο. Είναι πολύ σημαντικό, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να δείξω στην ταινία όσα έχω ζήσει και εγώ. Ήταν μια ευκαιρία να μιλήσω για τη δική μου ιστορία.

Από την άλλη, η ταινία είχε ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο, το οποίο έχουμε δει να απασχολεί και τη φιλμογραφία του Λουί Μαλ: το πώς η γαλλική κοινωνία αντιμετώπισε τον διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτούς που συνεργάστηκαν με τους ναζί και σε όσους αντιστάθηκαν.

Τον καιρό του πολέμου, αν ξεχάσουμε προς στιγμή τους ναζί, θα δούμε πως η Γαλλία βρισκόταν ήδη σε έναν πόλεμο εσωτερικό. Δεν μιλάμε ποτέ για αυτόν επειδή παρέμενε στο υπόβαθρο της γερμανικής κατοχής. Εκείνη την εποχή, υπήρχε ένα ακροδεξιό γαλλικό μέτωπο, φασιστικό, τα μέλη του οποίου κατέδιδαν συμπατριώτες τους στους Γερμανούς. Γιατί κάτω από τους Γερμανούς, υπήρχε μία ιστορία πολιτικής σύγκρουσης που αφορούσε τους ίδιους τους Γάλλους. Αυτό το φαινόμενο δημιούργησε ένα έντονο αίσθημα ντροπής στη γαλλική κοινωνία. Κατά συνέπεια, είναι φυσιολογικό να έχουν εμφανιστεί σκηνοθέτες όπως ο Λουί Μαλ με ταινίες όπως το «Επώνυμο: Λακόμπ, Όνομα: Λισιέν», οι οποίοι είχαν σκοπό να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα. Όπως επίσης, σημαντικό φιλμ αναφορικά με το ζήτημα αυτό ήταν και ο «Κύριος Κλάιν» του Ζοζέφ Κλοζέ.

Ακόμα μία αξιοσημείωτη αναφορά στην ταινία σας πάντως εντοπίζουμε τη στιγμή που η Ντυράς αναφέρεται στους λεγόμενους ντεγκωλικούς, τους υποστηρικτές του στρατηγού Ντε Γκωλ δηλαδή ο οποίος έμελλε να αποδειχθεί αποδειχθεί κομβικός πολιτικός παράγοντας της μεταπολεμικής Γαλλίας…

Παρότι πρόκειται για νουβέλα, η Ντυράς χρησιμοποιεί πολλές σελίδες για να επικρίνει τον Ντε Γκωλ. Εκείνη την εποχή η Μαργκερίτ Ντυράς, οι σύντροφοί της και φυσικά ο σύζυγός της που είχε απελαθεί, ήταν όλοι τους φιλικά διακείμενοι στον Κομμουνισμό. Ερχόμενος όμως ο Ντε Γκωλ, διέγραψε όλη τη συμμετοχή των κομμουνιστών στην αντίσταση και την απελευθέρωση της χώρας, αμνηστεύοντας παράλληλα εκείνους που συνεργάστηκαν με τους ναζί, στο όνομα της λεγόμενης εθνικής ενότητας. Παρότι υπήρξαν δίκες δοσίλογων, ουσιαστικά προσπάθησε να σβήσει κάθε ενοχή που είχαν οι Γάλλοι σχετικά με την στάση μερίδας αυτών κατά τον πόλεμο. Ο Ντε Γκωλ λοιπόν θέλησε να αλλάξει σελίδα με το να ορίσει έναν καινούργιο ηθικό κώδικα, κάτι που έβρισκε αντίθετη την Ντυράς. Και αυτό ήταν κάτι που η ταινία μου έπρεπε να το δείξει.

Η ταινία σας είναι χωρισμένη σε δύο μέρη. Το δεύτερο, όπου και εκτυλίσσεται μετά την απελευθέρωση, με την Ντυράς να αγωνιά για την τύχη του άντρα της, μοιάζει με ένα άτυπο αφιέρωμα στο «Χιροσίμα Αγάπη Μου», το οποίο άλλωστε ήταν δικό της σενάριο. Ήταν περισσότερο το συγγραφικό της στυλ που θέλατε να αναβιώσετε εδώ ή απλά να επιχειρήσετε μια πιο στενή σύνδεση με την ταινία του Ρενέ;

Το «Χιροσίμα Αγάπη Μου» είναι μια ταινία πάρα πολύ σημαντική και από τότε που την πρωτοείδα ξέρω ότι δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ. Δε μπορώ να πω όμως ότι αυτό το φιλμ συγκεκριμένα με ενέπνευσε εδώ, παρότι πρόκειται για μία δημιουργία που ο Ρενέ γύρισε επί της ουσίας σε συνεργασία με την Ντυράς. Αν παρατηρήσουμε όμως την «Οδύνη» και ακούσουμε τη μουσική η οποία συνοδεύει τις σκέψεις της ηρωίδας, θα οδηγηθούμε αυτόματα στο «Χιροσίμα, Αγάπη Μου». Είναι όμως μια άλλη ταινία του Ρενέ που είδα προσεκτικά πριν ξεκινήσω τη δική μου, το «Ο Πόλεμος Τελείωσε» (1966). Γιατί εκεί χρησιμοποίησε το voice οver σαν αφηγηματικό μέσο, κάτι επίσης σημαντικό για τη δομή της δικής μου ταινίας.

Στην εποχή μας καταγράφεται άνοδος των ακροδεξιών και νεοναζιστικών κομμάτων στην Ευρώπη. Υπάρχει κάτι που μας κρατά μακριά από το ενδεχόμενο να επαναληφθεί η Ιστορία;

Τίποτε δε μας εμποδίζει. Όταν δουλεύουμε σε μία ιστορική ταινία, με φοβίζει η συνειδητοποίηση του πόσο γρήγορα μπορεί να γυρίσει σελίδα η Ιστορία. Και όταν συμβαίνει αυτό, συνειδητοποιούμε ότι φτάνουμε σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, κατά τον οποίο ξεχνάμε ό,τι έχει προηγηθεί. Θέλετε ένα παράδειγμα; Το 1936 στη Γαλλία, παρατηρούμε άνοδο του σοσιαλισμού, αναγνώριση δικαιωμάτων για τους εργαζομένους, εκρηκτική ανάπτυξη των τεχνών. Μόλις τρία χρόνια μετά, το 1939, επικρατεί μίσος, ρατσισμός, αντισημιτισμός, χάος και καταστροφή. Τρία μόλις χρόνια μετά. Η σελίδα αυτή που βρισκόμαστε τώρα μπορεί να γυρίσει τόσο γρήγορα, ώστε μέσα σε ένα εξάμηνο να βρεθούμε σε μία κατάσταση πολύ διαφορετική από τη σημερινή.

Άρα ανησυχείτε για το τι ακολουθεί.

Ναι, πολύ. Πώς να το πω; Το βιβλίο - και η ταινία - τελειώνει με τη φράση «Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ο Ρομπέρ δεν πέθανε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης». Υπήρχε ένα μήνυμα πίσω από αυτό που έγραφε η Ντυράς το 1980: ότι αυτός - ο άντρας της - ξέφυγε από το θάνατο. Όμως σήμερα, η ίδια ακριβώς φράση μπορεί να γίνει επικίνδυνη. Γιατί; Επειδή μπορεί να αλλάξει στρατόπεδο και σημασία, μιας και εκείνοι που έχουν ζήσει τον ρεβιζιονισμό μπορεί να χρησιμοποιήσουν αυτό το συμπέρασμα προκειμένου να ισχυριστούν ότι κανείς δεν πέθανε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ή ότι δεν υπήρξε ποτέ πλάνο εξόντωσης. Κοινώς, η φράση μπορεί να μην άλλαξε, αλλάζει όμως η εποχή.

INFO
Η ταινία «Μαργκερίτ Ντυράς: Η Οδύνη» κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Weird Wave.