«Αν είναι αληθινό για τον δημιουργό, θα γίνει και για κάποιον θεατή»: Στη «Φωλιά» του Ηλία Δούλη - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:26
4/5

«Αν είναι αληθινό για τον δημιουργό, θα γίνει και για κάποιον θεατή»: Στη «Φωλιά» του Ηλία Δούλη

Φωτογραφία, κινηματογράφος, ποίηση. Ο Ηλίας Δούλης αφήνει για λίγο στην άκρη τον φωτογραφικό φακό για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο «Η Φωλιά».

Συνέντευξη στον Πάνο Γκένα

Ο Ηλίας Δούλης είναι 25 χρονών, δημιουργικά ανήσυχος και καλλιτεχνικά παραγωγικός. Ολοκληρώνοντας τις κινηματογραφικές του σπουδές ασχολήθηκε με τη φωτογραφία και μετά από συμμετοχές σε εκθέσεις, διεθνή έντυπα και σημαντικές συνεργασίες, όπως αυτή με τον οίκο μόδας Ralph Lauren για τη φωτογραφική παρουσίαση της νέας καμπάνιας του σε Ευρώπη και Αμερική, επιχειρεί το πρώτο κινηματογραφικό του βήμα μεγάλου μήκους με τη «Φωλιά», ένα ξεχωριστό και απόλυτα προσωπικό κινηματογραφικό πρότζεκτ.

Με αφορμή την προβολή της «Φωλιάς» στις 20 Μαΐου στον κινηματογράφο Άστορ, και λίγο πριν δούμε τις επόμενες δουλειές του που περιλαμβάνουν φωτογραφίσεις με τον πορνοστάρ Κόλμπι Κέλερ, τα ερωτικά σινεμά του Παρισιού, αλλά και μία μικρού μήκους βασισμένη στα Δελφίνια του Νίκου - Αλέξη Ασλανόγλου, μιλήσαμε με τον Ηλία Δούλη για το queer cinema, την εξομολογητική διάθεση της ταινίας του, τις καλλιτεχνικές της επιρροές και τις «φωλιές» που χρειάζεται να εγκαταλείψουμε.

Από τις κινηματογραφικές σπουδές στις εκθέσεις φωτογραφίας και τώρα στην πρώτη μεγάλου μήκους. Τι σε ώθησε να «ζωντανέψεις» τις εικόνες;

Ο καλλιτέχνης ωθείται από μια ανάγκη για επικοινωνία, για βαθύτερη σύνδεση με τον κόσμο. Σε τί μορφή θα «ζωντανέψει» τις εικόνες που του δώρισε μια Μούσα ή μια ξεπεσμένη Κασσάνδρα, είναι η μόνη του ελεύθερη επιλογή. Έτσι κι εγώ χρησιμοποιώ άλλοτε το χαρτί κι άλλοτε τον φακό. Για να φτάσω ωστόσο στο σκηνοθετικό μου ντεμπούτο, πέρασα από τα έδρανα της σχολής στους δρόμους της φωτογραφίας. Για να ζωντανέψει μια σεκάνς, έπρεπε πρώτα να νιώσω ότι έχω την ικανότητα να ζωντανέψω ένα μονάχα καρέ. Οι φωτογραφικές μου σειρές που προηγούνται, προλογίζουν την ιστορία που θα ακολουθούσε στην οθόνη, φανερώνουν τα συναισθήματα που έχτισαν την «φωλιά».

Η «Φωλιά» είναι ένα πολύ προσωπικό πρότζεκτ. Πως αποφάσισες να μοιραστείς κάτι τόσο ξεχωριστό με το κοινό;

Μεγάλη συζήτηση χωράει για το πόσο ο καλλιτέχνης εκ-βιά-ζει τις μνήμες του για να παράγει έργο. Η φαντασία και η ενσυναίσθηση είναι εργαλεία του αλλά πρέπει να μιλήσει για τα όσα έχει ζήσει και ξέρει. Πιστεύω ότι μόνο τότε αξίζει να παρουσιαστεί κάτι. Αν είναι αληθινό για τον δημιουργό, θα γίνει και για κάποιον θεατή. Το πρόβλημα έγκειται στην λίβρα σάρκας και πώς θα την πάρεις χωρίς να ματώσει.

 

Στον κινηματογράφο και δη σε μια ταινία που υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, είσαι παρών και συνομιλείς με τον θεατή. Του δείχνεις τον κόσμο σου και του απλώνεις το χέρι.

Ποιες είναι οι καλλιτεχνικές επιρροές που «φώλιασαν» στην ταινία;

Από τον χώρο της φωτογραφίας ή της ποίησης, καθώς είναι κόσμοι που αγαπώ ιδιαίτερα, οι αναφορές ξεπηδούν και εν αγνοία μου. Είναι γερά φωλιασμένες μέσα μου και αξεδιάλυτες που τις αναγνωρίζω εκ των υστέρων.

Μπορεί για παράδειγμα να εντοπίσω αργότερα ότι μια φωτογραφία από το Parabyss: A Nurtured Nature να γεννήθηκε από ένα ποίημα της Πολυδούρη, έναν στίχο του Χριστιανόπουλου. Μια ολόκληρη σειρά, το Blossom of Solitude, από τα ποιήματα του Μπωντλέρ. Στο σενάριο αυτό, όμως, ή την σκηνοθεσία του, δεν μπορώ να ξέρω το βαθμό επιρροής αυτών των τεχνών γιατί οι εικόνες και τα λόγια της ταινίας, ενυπήρχαν μέσα μου από καιρό. Μέσα από την ίδια τη ζωή μου. Στον χώρο όμως της ζωγραφικής, οι επιλογές είναι σχεδόν πάντα συνειδητές.

Σε ορισμένα κοντινά είχα, πράγματι, στον νου τους πίνακες του Lucian Freud, τα ζεστά δέρματά των μοντέλων του, τα χρώματά στα ρούχα τους, τα βλέμματα απουσίας. Σε μεσαία και μακρινά πλάνα, τον Francis Bacon και τις κραυγές του ζωγραφισμένες από χρώματα στην άκρη της παλέτας. Ακόμη και στην μικρού μήκους μου «Ωδή στον Πρίγκιπα», που είναι ένα αφιέρωμα στον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου και βρίσκεται σε τελικό στάδιο παραγωγής, υπάρχει αναφορά στον Magritte.

Στον κινηματογράφο, να αναφέρω το «Πατέρας Αφέντης» των Ταβιάνι, την τριλογία του Μπιλ Ντάγκλας και του Ρόμαν Πολάνσκι. Είναι όλα έργα από τα seventies, μια εποχή που ταιριάζει και στην ταινία όσο κι αν δεν δηλώνεται η εποχή στο έργο μου. Ο Ντέρεκ Τζάρμαν και ειδικά το «Angelic Conversation», ο Αλμοδόβαρ γενικά! Ωστόσο, ο Ζενέ κι ο Κοκτώ ίσως να είναι πιο ξεκάθαρες επιρροές γιατί ήταν δύο ομοφυλόφιλοι καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν και με τη συγγραφή και τον κινηματογράφο. Το ίδιο κι εγώ με το παρθενικό αυτό φιλμ.

Γιατί εμπιστεύτηκες τον Ηλία Σαπουντζάκη για το ρόλο και πως δουλέψατε για την ερμηνεία του; Υπήρχε χρόνος για αυτοσχεδιασμούς/πρόβες κι αν ναι, πως επηρέασαν το αποτέλεσμα;

Σε όλες τις συνεργασίες μου επιθυμώ πρώτα να γνωρίζω τον άνθρωπο καλά που θα λειτουργήσει ως μεσάζοντας για το ό,τι έχω οραματιστεί. Κάθετι που κάνω, φέρει ένα κομμάτι του είναι μου και στη προκειμένη είχε μεγάλη σημασία να βρω το κατάλληλο δοχείο για να φυλάξει την ιστορία μου. Ο Ηλίας με γνώρισε στην σκοτεινότερη περίοδο της ζωής μου, χάρη στην οποία γεννήθηκε το σενάριο της ταινίας. Αν δεν το έγραφα τότε, δεν θα γλύτωνα.

Είχε δει τους τοίχους, τους γεμάτους με ποιήματα, στο δωμάτιο μου στο Γούλβερχάμπτον. Του είχα απαγγείλει τα περισσότερα από αυτά στην Αθήνα. Μοιραστήκαμε τους πόνους μας, τον έκανα alter ego μου σε μεγάλο μέρος του φωτογραφικού μου έργου. Τον Ιανουάριο του 2015, μάλιστα, ήταν το άτομο που σκηνοθέτησα στον μονόλογό μου «Θυματοποιούμαι άρα υπάρχω» στο VAULT. Σημειωτόν, το κείμενο αυτό ήταν προπομπός της Φωλιάς.

Περάσαμε, λοιπόν, από πολλά στάδια. Εξομολογήσεις ωρών, απόλυτη έκθεση του ενός στο βλέμμα του άλλου, πρόβες μέσω skype και πρόβες από κοντά, που συχνά ήταν βίαιες και σχεδόν πάντα εξουθενωτικές.

Έπρεπε να γίνει το «πλάσμα» της ταινίας γι’ αυτό και χρειαζόταν να παραμελήσει την εικόνα του, να αφήσει τα μούσια και τα νύχια να μακρύνουν, να μην πλένει τα δόντια του, να χάσει πάνω από δέκα κιλά για να έχει το καχεκτικό σώμα του ήρωα. Αυτή η μεταμόρφωση ήταν απαραίτητη για να μην είναι ο Ηλίας πια αλλά το πλάσμα. Να νιώσει τις ελλείψεις του πλάσματος.

Στην πορεία, οι πρόβες όλο και λιγόστευαν γιατί δυνάμωνε η εμπιστοσύνη. Ακόμη, οι ημέρες γυρισμάτων ήταν φοβερά πιεστικές από θέμα χρόνου γιατί ήθελα οι τρεις μέρες της ιστορίας να γυριστούν σε τρεις μέρες. Να μην χαθεί ούτε κόκκος αλήθειας. Συνεπώς, υπήρξαν αυτοσχεδιασμοί σε σημεία, κατευθυνόμενοι από εμένα, και δικοί μου σκηνοθετικοί ελλιγμοί. Ήθελα να νιώθει τον φόβο του άλλου, το αδηφάγο βλέμμα του. Την αγωνία ότι «θα ‘ρθει σε λίγο». Δεν μπορούσε να γυριστεί διαφορετικά η ιστορία αυτή.

Οι λέξεις γέννησαν τις εικόνες της ταινίας ή ισχύει το αντίθετο;

Δεν μπορώ να ξέρω τί προηγείται. Αυτό που ξέρω είναι ότι η ένωση των δυο μου ιδιοτήτων, του ποιητή και του φωτογράφου, ήταν που καρποφόρησε την ταινία για την οποία μιλάμε τώρα. Αλλά καθώς ήχος και εικόνα, λόγος και βλέμμα, ενώνονται, το αποτέλεσμα αγγίζει με διαφορετικό τρόπο τον θεατή.

Δεν κρύβεσαι πίσω από ένα ποίημα, στον χώρο δηλαδή που εκφράζεις τις ελλείψεις σου ή σ’ ένα φωτογραφικό πρότζεκτ που είναι ο χώρος των επιθυμιών σου. Στην ποίηση, θεωρώ πως ο αναγνώστης γίνεται θεατής των εικόνων που θα δημιουργήσει σύμφωνα με τα δικά του βιώματα και ο θεατής, απέναντι σε μια φωτογραφική σειρά, θα γίνει αναγνώστης των όσων ο ίδιος θα σκεφτεί για το προβαλλόμενο θέμα βάσει των κοινωνικών του προεγγραφών.

Στον κινηματογράφο και δη σε μια ταινία που υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, είσαι παρών και συνομιλείς με τον θεατή. Του δείχνεις τον κόσμο σου και του απλώνεις το χέρι.

Η ταινία έχει την αίσθηση μίας ευθείας εξομολόγησης. Πόσο απαιτητικά ήταν τα γυρίσματα σε συναισθηματικό επίπεδο και επίσης πως κατάφερες να επικοινωνήσεις τις ιδέες σου στους υπόλοιπους συνεργάτες;

Στην ταινία έπαιξα με τα κινηματογραφικά είδη για να συνθέσω την κινηματογραφική μου γλώσσα. Έτσι και η αμεσότητα και η τραχύτητα του ντοκυμαντέρ ήταν απαιτούμενα στις εξομολογήσεις των ηρώων. Τα ίδια υλικά χρησιμοποίησα και στην επικοινωνία μου με τους συνεργάτες μου. Ήθελα να είναι άνθρωποι που να νοιάζονται για το έργο που δημιουργείται και να μην το καλλωπίσουν αλλά να το φροντίσουν.

Ήταν σημαντικό να είναι όλων των σεξουαλικών ταυτοτήτων, να υπάρχει όσο το δυνατόν ισότητα στον αριθμό ανδρών και γυναικών συντελεστών. Να αισθάνεται ο καθένας ότι μετέχει σε κάτι σαν να φτιάχτηκε μόνο γι’ αυτόν αλλά ταυτόχρονα και σε κάτι που ξεπερνά εκείνον κι εμένα.

Τα γυρίσματα ήταν αρκετά δύσκολα λόγω έλλειψης πόρων, ανθυγιεινών συνθηκών, πίεσης χρόνου. Αυτά και μόνο τα στοιχεία θα μπορούσαν να εξωθήσουν κάποιον στα άκρα. Συν το ότι επρόκειτο για ένα έργο πολύ ξεχωριστό και προσωπικό, δεν χωρούσαν περιθώρια λάθους ή ψευδοαληθοφάνειας. Υπήρξαν φορές που εκνευριζόμουν πολύ, άλλες που δάκρυζα από χαρά. Το αποτέλεσμα νιώθω να με (και να μας) δικαιώνει.

Στην ταινία επαναλαμβάνεται αρκετά η φράση «βία θα πει...». Πότε η «βία» είναι εμπόδιο και πότε εξέλιξη;

Η βία είναι εμπόδιο, όπως λέτε, αλλά και δυνατότητα μετάλλαξης. Εξέλιξη μπορεί να υπάρχει μόνο αν αυτή η μετάλλαξη έχει να προσφέρει κάτι θετικό για τον άνθρωπο που την υφίσταται και τους γύρω. Επιστρέφοντας στη «φωλιά», η ιστορία αυτής της οικογένειας δείχνει ότι η βία γεννά βία. Κάτι που είναι γνωστό σε όλους. Μπορεί όμως να γεννήσει αγάπη; Αυτό ουσιαστικά διαπραγματεύεται η δική μου ταινία.

Τόσο στις φωτογραφίες σου, όσο και στην ταινία, το σώμα αποτελεί βασικό αφηγηματικό όχημα. Είναι το τελευταίο σύνορο; Η «νοητή γραμμή που μας ενώνει με το μυστήριο», όπως λέει και ο Ελύτης;

Στις φωτογραφίες μου, το σώμα ψάχνει να βρει το μέρος εκείνο που θα απεκδυθεί τα κοινωνικά πανωφόρια. Εκεί θα χτίσει τη φωλιά του, μακριά από το εχθρικό βλέμμα της πατριαρχίας. Ίσως το τελευταίο σύνορο να είναι το βλέμμα ενός αγαπημένου.

Στην ταινία μου, ήθελα το πλάσμα να είναι αρχικά γυμνό και μόλις αισθανθεί το βλέμμα του άλλου, το ηδονοβλεπτικό ή το επικριτικό, να καλύψει τη γύμνια του. Να υποτάξει το εγώ του στις κοινωνικές νόρμες καθώς τα βλέμματα και οι ψίθυροι της γειτονιάς καταφέρνουν να εισχωρούν και μέσα στο σπίτι. Τότε, το πλάσμα γίνεται εύθραυστο, ματώνει. Μόνο σε στιγμές που νιώθει τον εαυτό του «αόρατο», μπορεί και επιστρέφει στη προτέρα του κατάσταση.

Σε μια τέτοια φωλιά, χτισμένη κάπου στην επαρχία, το μόνο που μένει είναι ν’ ακούμε τους ήχους των πουλιών και να τα κοιτάζουμε έξω από το παράθυρο. Ώσπου –κι εδώ θα δανειστώ μερικούς στίχους του Χρήστου Ρούσσου- «να αισθανθούμε το κλαδί ν’ απλώνεται σα σκεπή μας και τρυφερή αγκαλιά, και του πουλιού, δικά μας τα φτερά να νιώσουμε...»

Υπάρχει κάποια ιδέα που τελικά δεν χώρεσε ή έκοψες από την ταινία;

Η ταινία θα έκλεινε διαφορετικά. Η σκηνή, μάλιστα, έχει γυριστεί. Δεν θα ήθελα να την αναφέρω όμως για να μη προδόσω τί αρχικά είχα σκεφτεί για την πορεία του βασικού ήρωα. Πιστεύω πως ως δημιουργός αποτυγχάνω αν επιβάλλω ένα μονοσήμαντο φινάλε. Αντιστοίχως, ένας γονιός σφάλλει αν πιστεύει ότι είναι στο χέρι του να καθορίσει την πορεία του παιδιού του. Ο θεατής, λοιπόν, καλείται να απαντήσει στα ίδια του τα ερωτήματα. Να δώσει εκείνος τη λύση, εκτός αν θεωρεί πως ήδη έχει δοθεί κεκαλυμμένα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι είναι ένα έργο ημι-αυτοβιογραφικό. Το πλάσμα της ταινίας είναι μια σύνθεση από κομμάτια του εαυτού μου. Πώς να κλείσεις την δική σου ιστορία; Επέλεξα, επομένως, να παραλείψω αυτή τη σκηνή. Ό,τι κι αν έδειχνε, νομίζω δηλώνεται στην αφιέρωση μου πριν την έναρξη των τίτλων τέλους.

Στη «Φωλιά» υπάρχει μία ένταση, η αγωνία του βασικού ήρωα να διαρρήξει τον επιβεβλημένο «κοινωνικό» ρόλο (άντρας, γιος). Ο επίκαιρος δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα σχετικά με την ταυτότητα φύλου, αλλά και η νομική του κατοχύρωση, θα αποτελέσει ευκαιρία για πραγματική, κοινωνική αλλαγή;

Ο τρόπος που λειτουργούμε στη κοινωνία, την διαμορφώνει για τις επόμενες γενιές. Όποια συζήτηση, πόσο μάλλον νομόσχεδια, που επεκτείνουν τις ελευθερίες του ατόμου να αυτοκαθορίζεται, είναι ήδη μια κοινωνική αλλαγή. Όσον αφορά στη ταυτότητα φύλου, είναι κάτι το πολύ ελπιδοφόρο για την Ελλάδα.

Βέβαια το να μιλάμε για κοινωνική αλλαγή είναι επικίνδυνο. Μια αλλαγή μπορεί να εκθρονιστεί από μια άλλη, αν δεν έχει γερές βάσεις. Βλέπεις τις κοινωνικές αλλαγές στην Αμερική ή την κατάσταση στη Τσετσενία. Ή πάρε ως παράδειγμα κάτι που είναι έξω από τα lgbt+ δικαιώματα, τη γυναικεία ψήφο. Έχει εφαρμοστεί και σε διάφορες αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής και της Ασίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει μειωθεί ο φόβος για τις γυναίκες που πηγαίνουν στα εκλογικά κέντρα. Θα πάρουν την άδεια να ψηφίσουν από τον άνδρα του σπιτιού; Θα ψηφίσουν κάποιον/α της δικής τους επιλογής; Κι άλλα πολλά θέματα. Άρα ένα θετικό βήμα, δεν αρκεί. Και ο νόμος περί ρητορικής μίσους υπάρχει εδώ και τέσσερα χρόνια περίπου στην Ελλάδα. Αλλά το θέμα είναι αν εφαρμόζεται. Πείτε μου εσείς.

Οι ελπίδες μου εναποτίθενται στο ότι ένας νόμος, προσφέρει ενημέρωση, εισάγει μια επιλογή. Θετικό, για παράδειγμα, βρίσκω το ότι συζητιέται επιτέλους το ζήτημα αναδοχής και τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια. Μακάρι στη πορεία να εφαρμοστεί και από την μέση και κάτω που βρίσκεται η Ελλάδα στη λίστα της Ευρώπης σχετικά με ΛΟΑΤ θέματα, να συμπορευτεί με χώρες που είναι στη κορυφή.

Μπορώ να πετάξω έστω και με τις πληγές μου ανοιχτές;... Η δική μου απάντηση είναι αυτή η ταινία.

Από τις ανεξάρτητες παραγωγές ως τα Όσκαρ, οι ταινίες με γκέι χαρακτήρες δεν είναι πλέον στο περιθώριο. Πως εκτιμάς αυτή την εξέλιξη και ποιες ταινίες ξεχωρίζεις;

Από τις ταινίες του Κένεθ Άνγκερ, των Μόρισεϊ και Γούρχολ και άλλων του Underground Cinema μέχρι τον Αράκι και Χέινς στις Κάννες, το queer cinema έχει διανύσει μεγάλο δρόμο και η έκθεση του έχει αλλάξει σημαντικά. Ξαναγυρνάμε, επίσης, σε έργα του Φασμπίντερ που ανεβαίνουν και στη σκηνή ή του Γουότερς που έχουν γίνει cult. Στο μοναδικό «Το δικό μου Αϊντάχο»! Βρίσκουμε, λοιπόν, και οι νέοι queer καλλιτέχνες τις ρίζες του σινεμά μας. Η ηδονοβλεπτική ματιά του Μπίντγκουντ στο «Pink Narcissus», ίσως υπάρχει και σε σκηνές του δικού μου έργου.

Ανέφερες τα Όσκαρ και στο μυαλό μου ήρθε απευθείας το «Μυστικό του Brokeback Mountain». Πόσο με έχει σημαδέψει αυτό το έργο! Και τί ωραίο το κείμενο της Πρου. Να σου πω πως ήταν αυτή η μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ που με έκανε να επικοινωνήσω μαζί του για να κάνει τον υποτιτλισμό στη Φωλιά. Πέρα από την ταινία του Λι, το «Moonlight» - η πρώτη queer ταινία βραβευμένη με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, το συγκινητικό «Να με Φωνάζεις με τ' Όνομά σου» ήταν υποψήφιο φέτος και το «Μια Φανταστική Γυναίκα», που πήρε το βραβείο της Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας, είναι ενδεικτικά της αλλαγής. 

Σκεφτείτε, όμως, ότι η Ντανιέλα Βέγκα έγινε η πρώτη trans presenter, όταν στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας, η Μίνα Ορφανού κέρδισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας για το «Στρέλλα» το '10. Και δεν το λέω για να ευλογήσουμε τα γένια μας, αλλά ως παράδειγμα για να τονίσω ότι και σε μια μικρή ευρωπαική χώρα, ακόμα και με μία ανεξάρτητη ταινία ως «παρακαταθήκη», έχεις τη δυνατότητα να μεταδόσεις ένα μήνυμα. Κι αυτό είναι αισιόδοξο για τους δημιουργούς της γενιάς μου.

Οικογενειακή εστία, κοινωνικό περιβάλλον, διαπροσωπικές σχέσεις... Όσο καταπιεστική κι αν είναι η «φωλιά», πιστεύεις πως παράλληλα δημιουργεί τις προϋποθέσεις/κίνητρα για να «αναγεννηθείς» και να πετάξεις μακριά της;

Θέλω μέσα από την ταινία μου, να το αναρωτηθεί ο κάθε θεατής για τον εαυτό του. Όσο κι αν κουβαλάει ο καθένας μας τις φοβίες της μάνας του, αυτό το αγωνιώδες «μη τρέχεις», να τολμήσει να δει τον εαυτό του και τους δικούς του κατάματα. Μπορώ να πετάξω έστω και με τις πληγές μου ανοιχτές; Θα το επιχειρήσω ακόμα κι αν δεν ξέρω τί υπάρχει πέρα από τη φωλιά; Κάθε άνθρωπος και μια άλλη απάντηση. Η δική μου απάντηση είναι αυτή η ταινία.

INFO
Η ταινία «Η Φωλιά» του Ηλία Δούλη θα προβληθεί σε μια ειδική προβολή στον κινηματογράφο Άστορ στις 20 Μαΐου.

backstage photo credits: Μαριάννα Παπαγεωργίου | director photo credits: Μιχάλης Τσίτας