Δώρα Μασκλαβάνου: «Το μελόδραμα είναι αγαπημένο είδος για πάρα πολλούς θεατές» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:41
16/12

Δώρα Μασκλαβάνου: «Το μελόδραμα είναι αγαπημένο είδος για πάρα πολλούς θεατές»

Η σκηνοθέτιδα της «Πολυξένης» μιλά στο cinemagazine με αφορμή την τελευταία της ταινία, ένα εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία μελόδραμα που εκτυλίσσεται στην Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του ‘70.

Συνέντευξη στον Νεκτάριο Σάκκα

Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της Δώρας Μασκλαβάνου («Κι Αύριο Μέρα Είναι», «Κι Αν Φύγω… Θα Ξανάρθω») με τίτλο «Πολυξένη» βρίσκεται ήδη στις αίθουσες, έπειτα από την πρεμιέρα της στο 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου και απέσπασε το Βραβείο Νεότητας Καλύτερης Ταινίας.

Η «Πολυξένη» είναι παραγωγή της Φένιας Κοσσοβίτσα, αντλεί έμπνευση από πραγματικά γεγονότα και αποτελεί σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα «ένα δυνατό, καθαρό ελληνοτουρκικό μελόδραμα».

Όσο για την υπόθεση, περιστρέφεται γύρω από την Πολυξένη (Κάτια Γκουλιώνη), μια κοπέλα από την Καβάλα που υιοθετήθηκε ενώ ήταν 12 χρονών από ένα ζευγάρι επιφανών Κωνσταντινουπολιτών. Το 1970 πια, η Πολυξένη είναι πλέον μια νεαρή μορφωμένη γυναίκα που προσδοκά να ζήσει ανεξάρτητα από όσα της επιβάλλει ο κοινωνικός περίγυρος και το βαρύ όνομα των γονιών της. Ταυτόχρονα, γνωρίζει άτσαλα τον έρωτα στο πρόσωπο ενός νεαρού Τούρκου, ενώ δε λέει να ξεχάσει τον Γιάννη, τον μικρό αδερφό της που έμεινε πίσω, στο ορφανοτροφείο της Καβάλας, για του οποίου την τύχη δεν έχει έκτοτε την παραμικρή πληροφορία.

Με αφορμή την κυκλοφορία της «Πολυξένης» στις αίθουσες από τη Seven Films, η Δώρα Μασκλαβάνου μας μίλησε για την ταινία της, το πώς ήρθε σε επαφή με την αληθινή ιστορία της ηρωίδας, τη θέση του μελοδράματος στο σύγχρονο σινεμά καθώς επίσης τις αιτίες που η σχέση του ελληνικού σινεμά με το κοινό παραμένει χλιαρή.

Η Κάτια Γκουλιώνη στα γυρίσματα της ταινίας

Η Πολυξένη θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως είναι μια γυναίκα που τίθεται αντιμέτωπη με την ψυχοπαθολογία που γεννά η πατριαρχία, αλλά και μία «ξένη» που για τους άλλους δεν ανήκει πουθενά. Τι είναι όμως για εσένα η ηρωίδα σου;

Η Πολυξένη είναι ένα μοιραίο κορίτσι που καλείται να ζήσει μια ξένη ζωή κι αυτό δεν το αντέχει. Δεν αντέχει το «υπό αίρεσιν». Είναι αναγκασμένη να δίνει «εξετάσεις», μονίμως να αποδεικνύει ότι είναι άξια της επιλογής και της προσφοράς των γονιών της στο πρόσωπό της. Ακόμη υποχρεώνεται να αποκοπεί ψυχικά και βουβά από το παρελθόν της και τις μνήμες της. Πράγμα αδύνατον για ένα 12χρονο κορίτσι, όπου όλα τα γεγονότα της παιδικής της ηλικίας είναι ανθισμένα και ζωντανά μέσα της.

Διαβάζουμε πως η «Πολυξένη» εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα. Πώς υπέπεσε στην αντίληψή σου η αληθινή ιστορία και τι σε ώθησε στο να τη μεταφέρεις στη μεγάλη οθόνη;

Ήταν μία κοινή επιθυμία της Φένιας και δική μου. Μάθαμε για την πραγματική ιστορία πριν έξι χρόνια περίπου από το φίλο και συνεργάτη μας Κωνσταντίνο Κοντοβράκη. Μια δυνατή, μοιραία, τελεσίδικη ιστορία που τη σκεφτόμασταν έντονα. Του ταπεινού ευαίσθητου ανθρώπου που ανθίσταται αβοήθητος. Αυτό με αφορούσε. Και γιγαντονόταν μέσα μου, είχε πάρει διαστάσεις μυθιστορήματος. Την ονειρευόμουν σαν όπερα. Καταλάβαινα, ότι δεν θα γλύτωνα απ’ αυτήν. Και θέλησα να την κρατήσω ζωντανή.

Στο σημείωμά σου περιγράφεις την ταινία ως μελόδραμα, ένα μάλλον παρεξηγημένο είδος, τουλάχιστον με βάση το πώς ηχεί στα αυτιά της νέας γενιάς θεατών. Ποια μπορεί να είναι κατά τη γνώμη σου η θέση του μελοδράματος στο σινεμά σήμερα;

Αυτή νομίζω που ήταν πάντα. Ένα αγαπημένο είδος για πάρα πολλούς θεατές. Φαίνεται ότι τα πράγματα αλλάζουν και μετατίθενται γιατί η ζωή μας αναστατώνεται και δυσκολεύεται συνεχώς, αλλά οι ανάγκες, η διάθεση και οι καταφυγές των ανθρώπων, είναι πάντα ενεργές. Η «Πολυξένη» έτυχε της προσοχής των φοιτητών των πανεπιστημίων της Θεσσαλονίκης στο φετινό φεστιβάλ που της πρόσφεραν το βραβείο νεότητας. Οι νέοι άνθρωποι τίμησαν ένα κορίτσι που του έκλεψαν τα νιάτα του. Μια ταινία αρκεί να αγγίξει απλά και καθαρά το αίσθημα του θεατή. Και το δράμα και η κωμωδία μπορεί να είναι εξίσου απαραίτητα και απολαυστικά. Και η κωμωδία συγκινεί και το δράμα λυτρώνει.

Ο ελληνικός κινηματογράφος σήμερα γίνεται όλο και πιο εξωστρεφής, αποσπώντας συχνά διακρίσεις σε μεγάλα διεθνή φεστιβάλ. Την ίδια στιγμή ωστόσο, δεν έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει αυτή του την πρόοδο προκειμένου να χτίσει μια πιο στενή σχέση με το ελληνικό κοινό. Σε ποιους τομείς πιστεύεις πως χρειάζεται να βελτιωθεί ή και να αλλάξει προκειμένου να το επιτύχει αυτό;

Εδώ έχει καταστραφεί όλη η βάση επικοινωνίας. Κι αυτό είναι θέμα πολιτικό. Ελληνικές ταινίες ταξιδεύουν σ’ όλο τον κόσμο κι εδώ οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν καν γι αυτές. Κι αν μάθουν δεν τις βρίσκουν. Κι αν τις βρουν, συχνότατα δεν τις προλαβαίνουν γιατί τις περισσότερες εβδομάδες του χρόνου, τις αίθουσες καταλαμβάνουν οι αμερικανικές, προϊόντα άλλων σταθερών που έχουν τις πλάτες να κατακλύσουν την αγορά. Η ελεύθερη και καταπονημένη ελληνική ταινία, που γίνεται με την αιμοδοσία των ανθρώπων της, πώς και πόσο μπορεί να ανταγωνιστεί αυτή τη συνθήκη;

Αυτή η βάση πρέπει να μελετηθεί και να δημιουργηθεί, οι ταινίες γίνονται και θα γίνονται και είναι δυνατές και δυνάμει έχουν θεατές να τις υποστηρίξουν. Η πολιτική απόφαση εκκρεμεί. Που θα προσφέρει επιτέλους τρόπους και θα διασφαλίσει και θα εξελίξει τους δρόμους επικοινωνίας των ταινιών με τους θεατές τους. Δεν είναι η εφεύρεση του τροχού! Γίνεται τόσα χρόνια σ’ όλες τις χώρες. Μια απλή, καθαρή πολιτική φροντίδα.