Στα ίχνη του σινεμά του Δημήτρη Μπαβέλλα: Δημιουργός και πρωταγωνιστές της «Λώρα Ντουράντ» εξομολογούνται - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:42
25/9

Στα ίχνη του σινεμά του Δημήτρη Μπαβέλλα: Δημιουργός και πρωταγωνιστές της «Λώρα Ντουράντ» εξομολογούνται

Το cinemagazine.gr μιλά με τον σκηνοθέτη και τους πρωταγωνιστές της ροκ εν ρολ Οδύσσειας «Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ» που θα κάνει την πανελλήνια πρεμιέρα της στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.

Συνέντευξη στον Νεκτάριο Σάκκα

Δύο φίλοι συγκατοικούν σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα. Άνεργοι και πλήρως αποκομμένοι από τον κοινωνικό τους περίγυρο, ζουν όπως μπορούν, είτε με τα ελάχιστα έσοδα από τις μικροδουλειές που κάνουν, είτε με τα χρήματα από το ταμείο ανεργίας. Τους ενώνει ο κοινός, πλατωνικός έρωτας για τη Λώρα Ντουράντ, μια μυθική πορνοστάρ της δεκαετίας του ’90, τα ίχνη της οποίας έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Όταν τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, οι φίλοι αποφασίζουν να πάνε κόντρα στην τύχη τους ξεκινώντας την αναζήτηση της Λώρα. 

Ο Δημήτρης Μπαβέλλας παρουσιάζει μια fully-fledged ροκ εν ρολ Οδύσσεια (με Λωτοφάγους, Κύκλωπες και Πηνελόπες) όπου τα κινηματογραφικά κλισέ σταδιακά παρεμβαίνουν μέχρι εντέλει να γίνουν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, σε πανελλήνια πρώτη στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας (περισσότερα εδώ). Λίγο πριν την πρεμιέρα της ταινίας του αυτό το Σάββατο στην Αίγλη, ο ίδιος εξομολογείται σχετικά με τις πλούσιες αναφορές της, τις αγαπημένες του στάσεις από τον διεθνή και ελληνικό κινηματογράφο και την θέση της στον δυστοπικό κόσμο του 2020.

Η «Λώρα Ντουράντ» είναι πρωτίστως μια ταινία δρόμου, χρησιμοποιώντας το αρχετυπικό μοτίβο της γεωγραφικής περιπλάνησης ως βασικό συστατικό της πλοκής. Ωστόσο και η ίδια η ταινία είναι μια περιπλάνηση στο σινεμά, με κάθε ενδιάμεσο σταθμό που πραγματοποιεί να αποτελεί κι από έναν φόρο τιμής σε κάποιο κινηματογραφικο είδος. Μίλησέ μας για κάποιους από αυτούς τους σταθμούς.

Χαίρομαι που αυτό είναι εμφανές και τουλάχιστον σε ένα δεύτερο επίπεδο ήταν επιθυμία μας: Από ένα σημείο της ταινίας και μετά μάλιστα, τα ίδια τα κινηματογραφικά κλισέ παίρνουν το πάνω χέρι γράφοντας την ιστορία και τη μοίρα των ηρώων. Οι δύο βασικοί χαρακτήρες επιλέγουν συνειδητά να χαθούν μέσα στη φαντασία τους και τις κινηματογραφικές/μουσικές τους μνήμες προκειμένου να αντιμετωπίσουν την πολλαπλή επίθεση της κοινωνίας.

Δεν θέλω να αδικήσω κάποια από τις αναφορές μου γιατί μπορεί να με επισκεφτούν στον ύπνο μου ενοχλημένες: Ωστόσο ο θεατής θα δει στην Λώρα στοιχεία από το σινεμά είδους (που παλιά λέγαμε «ταινίες τρόμου»), τις περιπέτειες του ‘80, μια αλά Τζιμ Τζόουνς κοινότητα στην τραγελαφική της εκδοχή, την προαιώνια μάχη πανκ εναντίον χίπηδων (που ποτέ δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε), στοιχειωμένες βίλες, post-apocalyptic εγκαταλελειμμένες πόλεις σε σπαγγέτι γουέστερν πεδιάδες ανάμεσα σε πολλά άλλα. Και όλα αυτά με το 1/5 του μπάτζετ, φανταστείτε να είχαμε κι άλλα χρήματα τί θα κάναμε!   

Η ταινία είναι γεμάτη από κινηματογραφόφιλες αναφορές, που εμμέσως πλην σαφώς κλείνουν το μάτι σε φιλμ ιδιαίτερα αγαπητά, και με φανατικούς θαυμαστές παγκοσμίως, όπως το "Blade Runner", οι δημιουργίες του Τζον Κάρπεντερ, τα νουάρ και πολλά αλλα. Θα ήθελες να μας πλοηγήσεις σε κάποιες από τις άφθονες αναφορές σου; Και να μας εξομολογηθείς τι κρύβεται πίσω από την επιλογή σου να αναφερθείς στις ταινίες αυτές;

Σε αυτή τη σινεφιλική ερώτηση θα υποκύψω γιατί τον τελευταίο καιρό μιλάμε πολύ για αποφάσεις άσχετων με το σινεμά, αν και πώς θα προβάλλονται οι ταινίες μας και τελικά λίγο ή καθόλου για το ίδιο το σινεμά.

Οι ταινίες που κουβαλάω πάντα μέσα μου από το πρώτο καρέ που γύρισα είναι «Ο Καλός, ο κακός και ο Άσχημος», το «Χαμός στην Τσάινατάουν» όπως και τα περισσότερα φιλμ του Τζον Κάρπεντερ (τον οποίο σύντομα λέω να ανακηρύξω σε θρησκεία), και φυσικά το Blues Brothers ανάμεσα σε πάρα πολλές άλλες. Κοινό χαρακτηριστικό σε αυτές είναι η φιλία, τα κινηματογραφικά δίδυμα και στο... βάθος δρόμος με την έννοια ότι σε όλες τους οι ήρωες ξεκινούν από ένα σημείο να πάνε – κυριολεκτικά και μεταφορικά – σε ένα άλλο. Το περίφημο κάλεσμα στην περιπέτεια δηλαδή του Τζόζεφ Κάμπελ που εφαρμόζουμε απόλυτα και στη Λώρα. Η Generation X στην οποία ανήκω μεγάλωσε καταβροχθίζοντας εκατοντάδες ταινίες ασχέτως είδους σε σινεμά και VHS, ταινίες οι οποίες συνειδητά ή όχι έχουν αφήσει το σημάδι τους πάνω μας.

Στη Λώρα βέβαια θα βρει κανείς πολλά στοιχεία εκτός σινεμά, ψήγματα από τις ιδέες του Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, τον κυνισμό του Αμβρόσιου Μπιρς, τη μπαναλιτέ του κακού κατά Χάνα Άρντεντ, το αίσθημα περιπέτειας του Καραγάτση καθώς πολύ και διαφορετική μουσική.  

Γενικώς όσο περισσότερο αγαπά κανείς το σινεμά, τη μουσική, την τέχνη εν γένει, τόσο περισσότερο θα αφεθεί στο ταξίδι που θέλουμε να τον πάμε και θα απολαύσει την ταινία. 

Στο πρόσωπο της θρυλικής πορνοστάρ, η οποία δανείζει και το όνομά της στον τίτλο της ταινίας σου, οι δυο φίλοι ήρωες ίσως και να αναζητούν ένα φάντασμα, ένα χαμένο ιδανικό. Ποια είναι η Λώρα στη συνείδηση των ηρώων σου και τι εκφράζει αυτό το φαντασιακό θηλυκό για εσένα τον ίδιο;

Η Λώρα Ντουράντ είναι ένα σύμβολο της χαμένης μας παιδική αθωότητας, κινείται όπως όλη η ταινία στα όρια φαντασίας και πραγματικότητας, είναι η γυναίκα-όνειρο που μάταια αναζητούμε από μικροί. Είναι η Λώρα του Ότο Πρέμινγκερ, η Λώρα Πάλμερ του Twin Peaks, μια γυναίκα που αρνείται να συμβιβαστεί, σπάει τα δεσμά της σόουμπιζ και εξαφανίζεται συνειδητά από το προσκήνιο. 

Πάντα με σαγήνευε η ύπαρξη μιας γυναίκας η οποία ασκεί μια μαγική γοητεία σε όποιον την πλησιάζει. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο που υπάρχει έντονα στο σενάριο που ξεκινήσαμε στις αρχικές γραφές με το Γιώργο Γεωργόπουλο και ολοκληρώσαμε με την Κατερίνα Κλειτσιώτη. Όλοι οι χαρακτήρες που οι δύο ήρωες συναντούν και βρέθηκαν κοντά στη Λώρα έχουν καταστραφεί από την επαφή μαζί της, ανίκανοι είτε να αντέξουν είτε να ζήσουν χωρίς τη γοητεία της. Αυτή η υπερφυσική γοητεία είναι κάτι που βρίσκω τρομερά ενδιαφέρον σε ένα χαρακτήρα, να «κατακτά» τον κόσμο γύρω της απλά επειδή υπάρχει.

Το τρομερό που  έμαθα ερευνώντας τις ζωές άλλων πορνοστάρ για να φτιάξω τη δικιά μας είναι ότι πολλές έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης, ηθελημένα ή όχι! Πολλές έχουν τρομερή μόρφωση, έχουν τελειώσει πανεπιστήμια, η δε Μοάνα Πότσι από την οποία έχω πάρει πολλά στοιχεία για τη Λώρα, μιλούσε δέκα γλώσσες και είχε δείκτη νοημοσύνης 150. Και είναι σίγουρο ότι το πορνό για κάποιες από αυτές τις γυναίκες ήταν μια αντίδραση στη σύγχρονη κοινωνία και τις νόρμες της...   

Να σημειωθεί εδώ ότι σε κανένα σημείο του φιλμ δεν ξεχωρίζουμε το χώρο της «ώριμης» σόουμπιζ από τη «συμβατική» γιατί, απλούστατα, δεν διαφέρουν σε τίποτα. Αυτή ακριβώς η ανατρεπτική επιλογή είναι που οι δυο φίλοι θαυμάζουν περισσότερο στη Λώρα και από όπου πηγάζει ο πλατωνικός τους έρωτας για εκείνη. 

Όλοι οι καλλιτέχνες, όλοι οι άνθρωποι που προσπαθούν να αντισταθούν σε όσα οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες φορτικά επιβάλλουν έχουμε μέσα μας κάτι από τη Λώρα! 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι έχεις υπογράψει μια ταινία που, εκτός των πιο ενηλίκων θεατών, έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει και ένα νεανικότερο κοινό, σε απασχολεί κατά πόσο οι πλούσιες σινεφίλ παραπομπές σου θα γίνουν αντιληπτές σε έναν σημερινό εικοσάρη; Μπορεί και να περάσουν εντελώς απαρατήρητες...

Μα αυτή ακριβώς είναι η ουσία! Η Λώρα είναι μια ταινία που μπορεί να λειτουργήσει για τον κάθε θεατή, ανεξαρτήτως του πόσο σινεφίλ είναι. Όσοι βιαστούν να κατατάξουν πρόχειρα την ταινία σε κάποιου είδους... ενδοκινηματογραφικό ανέκδοτο θα δυσαρεστηθούν. 

Πιστεύω ότι με τους υπόλοιπους συντελεστές φτιάξαμε μια ταινία που δεν χρειάζεται κάποιο... σινεφιλικό λυσάρι για να την παρακολουθήσεις. Τουλάχιστον αυτό μας δείχνουν οι αντιδράσεις του κοινού μέχρι σήμερα. Δουλέψαμε όλοι προς αυτή την κατεύθυνση και νομίζω φαίνεται στο καστ που αποτελείται ένα συνδυασμό εμπορικών και νεότερων ηθοποιών (ή ερασιτεχνών με τους οποίους μου αρέσει να δουλεύω), στην εξαιρετική, θέλω να πιστεύω, φωτογραφία του Ραμόν Μαλαπέτσα με το συνδυασμό διαφορετικών φορμά εικόνας (8mm, VHS κλπ) και στους «μάγους» της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου στα σκηνικά και Μαρία Καραθάνου στα κοστούμια που έφτασαν σε ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα με ελάχιστο μπάτζετ.

Οι αμερικάνοι (και μη) μετρ παλιότερων δεκαετιών μπορούσαν να κάνουν ταινίες που είχαν σε πρώτο επίπεδο μια εμπορική απήχηση και σε δεύτερο πολλά από τα μηνύματα που ήθελαν να περάσουν. Χωρίς αυτά να είναι προφανή στα στούντιο, αποφεύγοντας με αυτό τον τρόπο μια πιθανή λογοκρισία.

Έτσι και η Λώρα, σε πρώτο επίπεδο είναι μια κωμωδία δρόμου με πολύ μουσική. Από εκεί και πέρα, όποιος θέλει να «δει» πιο βαθιά στην ταινία, να τη νιώσει, χαρά μου θα είναι να το κάνει. Πώς λέμε για κάποιες μπάντες «αυτό το συγκρότημα παίζει ντίσκο με πολιτικό στίχο»; 

Αν σε πλησίαζε ένας νεαρός θεατής, που θα δει την "Λώρα" και αμέσως μετά ίσως θελήσει να εντρυφήσει στο σινεμά είδους που επικαλείσαι ποικιλλοτρόπως μέσω αυτής, ποιες δέκα ταινίες θα του πρότεινες να δει ως μια καλή αφετηρία για να ψαχτεί έπειτα περισσότερο;

Δέκα κιόλας; Εσύ το πας φιρί-φιρί να γίνουμε κριτικοί κινηματογράφου! Σκοπός είναι το ανάποδο, από κριτικός να γίνει κάποιος σκηνοθέτης ;-)

Τέλος πάντων, με τόσο –υποχρεωτικό- ελεύθερο χρόνο που θα έχουμε τις επόμενες εβδομάδες, αναφέρω μερικές από αυτές ώστε ο νεαρός θεατής να τις προτιμήσει από για τα συνεργαζόμενα με το κράτος τηλεοπτικά κανάλια που θα του κάνουν το μυαλό κιμά (όπως στο “Η Νύχτα με τις Μάσκες Νο 3”).

Σίγουρα είναι ο «Δαιμονισμένος Άγγελος» (του Άλαν Πάρκερ R.I.P.) τον οποίο... επέβαλα στους συνεργάτες μου να δουν πολλές φορές. Για τον Κάρπεντερ και την έννοια Carpenteresque τα είπαμε, άλλωστε οι δύο ήρωες φοράνε μπλούζες από ταινίες του σε διάφορα σημεία της ταινίας. Να σημειώσω εδώ ότι η οδηγία μου στο συνθέτη της ταινίας, Γιώργο Μπουσούνη, για τη μουσική στη Λώρα ήταν το σάουντρακ από το «Επίθεση στο Σταθμό 13». 

Δεν μου αρέσει η βία στις δικές μου ταινίες και σπάνια τη δείχνω εντός κάδρου, ωστόσο στο ύφος κάποιων πανκ σκηνών μας επηρέασε το Green Room του εξαιρετικού Τζέρεμι Σολνιέ. Στις ίδιες σκηνές βέβαια «πατήσαμε» περισσότερο πάνω στο «Μετά τα μεσάνυχτα» (After Hours) του Σκορτσέζε που δεν είναι ταινία είδους αλλά ταινιάρα για κάθε είδος! 

Ο νεαρός που λέγαμε στην αρχή πρέπει να εντρυφήσει οπωσδήποτε στο Warriors και την υπόλοιπη φιλμογραφία του Γουόλτερ Χιλ. 

Στους φωτισμούς έχουμε πάρει κάποια στοιχεία από το ιταλικό Giallo, Ντάριο Αρτζέντο-Λούτσιο Φούλτσι και τα λοιπά. Μου αρέσουν επίσης τα φιλμ με ζόμπι στις μεγαλούπολεις επειδή σε αυτά οι άνθρωποι κυριολεκτικά κατασπαράζουν ο ένας τον άλλο κάτω από τα λαμπερά φώτα του δυτικού πολιτισμού. Αν και με τα ζόμπι κάθε είδους είχα ασχοληθεί περισσότερο στην πρώτη μου ταινία, το Runaway Day. Τώρα σκέφτομαι να ετοιμάσω κάτι με βάση το κρυφό αριστούργημα του Τζωρτζ Ρομέρο, μια ταινία επ’ ονόματι «Μάρτιν». 

Μια σεκάνς προς το τέλος της ταινίας που μας αρέσει πολύ έχει γυριστεί με το μυαλό μας στο concept... «τρόμος στο καταμεσήμερο» (horror in broad daylight αγγλιστί. Σχετική ταινία είναι το Who can kill a child? με τον διακριτικό ελληνικό τίτλο «Μεγάλη σφαγή στο καταραμένο νησί» (!). 

Η... εμμονή στις μπίρες δίχως αύριο που καταναλώνουν οι δύο ήρωες έχει σαν βάση μια εξαιρετική αυστραλέζικη ταινία με υποβλητική ατμόσφαιρα και τίτλο Wake in Fright, γυρισμένη από τον Τεντ Κότσεφ στις αρχές του ‘70. 

Φυσικά όλοι οι συντελεστές είχαν σαν βασικές αναφορές το... «πορνό» τρίπτυχο
“Μεγάλος Λεμπόφκσι”-“Nice Guys”-“Boogie Nights” και ένα από τα αριστουργήματα όλων των εποχών για τις πιο σκοτεινές μας στιγμές, το «Δρόμο» του Τζον Χίλκοουτ. 

Δεν ξέρω αν πέρασα τις δέκα αλλά κλείνω με το παρακάτω: 

Για μένα το σινεμά είναι ένα δυναμικό, εξελισσόμενο σύμπαν όπου οι χαρακτήρες συνεχίζουν να υπάρχουν πολύ μετά την αποτύπωσή τους στο σελιλόιντ. Ο παρατηρητικός θεατής θα αντιληφθεί βλέποντας την ταινία ότι οι περισσότεροι «ηθοποιοί» που εμφανίζονται στις... αισθησιακές VHS, κάνουν πέρασμα και από την υπόλοιπη ταινία, μπλέκοντας συνειδητά και ακόμα περισσότερο τα όρια φαντασίας και πραγματικότητας στη Λώρα.

Κατά τη γνώμη μου το 2020 δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη, σίγουρα όχι μέσα από τη φόρμα του ακαδημαϊκού σινεμά. Ο σκηνοθέτης είναι κάτι σαν VJ που επιλέγει ποια κομμάτια από την πλατιά κουλτούρα του σύγχρονου πολιτισμού θα χρησιμοποιήσει προκειμένου να κατασκευάσει ένα έργο, περνώντας βέβαια μέσα από τα δικά του «φίλτρα».  

Εκτός από αγαπημένα σου, υποθέτουμε, είδη και φιλμ από το παγκόσμιο σινεμά, στην ταινία σου υπάρχει και μια ξεχωριστή σύνδεση - έκπληξη με το ελληνικό σινεμά του '80 και πιο συγκεκριμένα με το cult ελληνικό σινεμά του' 80.
 
Είναι γεγονός ότι ο ανταγωνιστής ουσιαστικά της ταινίας που ερμηνεύει ο Δάνης Κατρανίδης είναι χαλαρά βασισμένος πάνω σε ένα χαρακτήρα που ερμήνευσε ο Δάνης σε μια από τις παλιότερες κινηματογραφικές του εμφανίσεις και συγκεκριμένα στα «Βαποράκια» του Παύλου Τάσιου (με το μεγαλειώδη δεύτερο τίτλο... «Άλλος για τον Κορυδαλλό» ;-). 

Όπως ανέφερα και παραπάνω, για μένα οι χαρακτήρες από τις ταινίες συνεχίζουν να υπάρχουν και μετά από αυτές, αποκτούν μια αυτόνομη, δική τους ύπαρξη. Μου φάνηκε λοιπόν πολύ ενδιαφέρον να «συνεχίσω» κάπως την πορεία του συγκεκριμένου χαρακτήρα: Από αμοραλιστής έμπορος ναρκωτικών εξελίσσεται σε κινηματογραφικό παραγωγό! 
 
Μας περιγράφεις την πρώτη φορά που προσέγγισες τον Δάνη Κατρανιδη με σκοπό να του προτείνεις την απρόσμενη ιδέα σου; Την αντίδρασή του και τα όσα ακολούθησαν;

Με μεγάλη χαρά: Μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες για ραντεβού εξαιτίας φόρτου εργασίας, τον «στρίμωξα» στο Θέατρο Πόλις, δικής του ιδιοκτησίας, όπου του... απήγγειλα απνευστί όλες τις ατάκες του χαρακτήρα που έπαιξε στα «Βαποράκια». Πέρα από την πλάκα, ο Χρήστος ο Στέργιογλου – που είδα τις προάλλες σε μια προβολή στις «Νύχτες Πρεμιέρας» - μου είχε πει κάποτε ότι «έπαιξα στην πρώτη σου ταινία, το Runaway Day, επειδή είδα μια λάμψη στα μάτια που σήμαινε ότι ήθελες πολύ να κάνω το ρόλο». Αυτό είναι από τα μεγαλύτερα κομπλιμέντα που μου έχουν κάνει ποτέ.   

Δεν ξέρω αν διέκρινε και ο Δάνης κάτι τέτοιο πάντως μπήκε στην ταινία με πολύ αγάπη, ήταν τυπικότατος στις πρόβες (είχε μάλιστα μαθητή το Μιχάλη Σαράντη στο Θέατρο Τέχνης), συνδέθηκε άμεσα με τους βασικούς χαρακτήρες, συμμετείχε μάλιστα φιλικά με ότι αυτό σημαίνει στις μέρες μας. Να υπογραμμίσω ότι δεν έχει ξεχάσει καθόλου το σινεμά, ήταν τιμή μου να τον έχω στην ταινία, θα είναι τιμή μου αν καταφέρει να έρθει στην προβολή και έπεται συνέχεια μεταξύ μας αν τα καταφέρουμε!   

Να σημειώσω εδώ για τη στόφα κάποιων παλιότερων ηθοποιών που ενδεχομένως βιοπορίζονται ανά περιόδους πιο εμπορικά αλλά κατά βάθος είναι εργάτες και λάτρεις του σινεμά. Πέρα από το Δάνη, σε αυτή την κατηγορία ανήκει και η μεγάλη μου αδυναμία, η Υβόννη Μαλτέζου, που παίζει έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο στο φιλμ και απέσπασε μια εξαιρετική κριτική για την ερμηνεία της από το διεθνές site Screen Daily με αφορμή την προβολή της Λώρα στο Σαράγιεβο. 

Εκτός από τον Παύλο Τάσιο, το σινεμά ποιών Ελλήνων δημιουργών της δεκαετίας του '80 εκτιμάς περισσότερο, με ποιο πιθανόν αισθάνεσαι ότι επικοινωνείς κι εσύ καλύτερα ως σκηνοθέτης; Υπάρχουν άλλες ελληνικές ταινίες που επηρέασαν, έστω και υπογείως, την δική σου;

Υπάρχει πολύ χώρος στην καρδιά μου για το ελληνικό σινεμά κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στις ταινίες μου. Χρησιμοποιώ σχήματα, μοτίβα, ατάκες και ονόματα χαρακτήρων από όλο το φάσμα του εγχώριου κινηματογράφου, ιδιαιτέρως αυτού της δεκαετίας του ’80 με το οποίο μεγαλώσαμε. Μέσα μου είναι βαθιά χαραγμένες οι ταινίες των Τσιώλη (στον οποίο αφιερώνουμε τη Λώρα), Τάσιου, Φέρρη, Νικολαΐδη, Περάκη, Πανουσόπουλου, Αγγελόπουλου, Σταμπουλόπουλου (είμαι... fanboy της ταινίας του Προσοχή, Κίνδυνος! όπου επίσης παίζει ο Δάνης). Ζητώ συγγνώμη αν ξεχνώ κάποιους. 

Και είναι ντροπή η διεύθυνση της ελληνικής τηλεόρασης αντί να αγοράζει για προβολή ταινίες των παραπάνω δημιουργών να προτιμά να παίζει «ποιοτικές ταινίες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου». Ο κρατικός φορέας θα έπρεπε να είναι προστάτης, θεματοφύλακας και κοινωνός του σύγχρονου πολιτισμού,  υπεύθυνος για τη συντήρηση της οπτικοακουστικής μας κληρονομίας στο διηνεκές. Και όχι να επιτρέπεται να μεγαλώνει μια τέταρτη γενιά ελλήνων με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η φάση έχει γίνει... «μίνι φούστα και καράτε». Ή... «Δεσποινίς ετών 39» όπως μάθαμε πρόσφατα.

Καθώς βρισκόμαστε στην καρδιά του δυστοπικου 2020, αγνοώντας τι επιφυλάσσει το υπόλοιπο έτος για εμάς, πιστεύεις ότι το αντίδοτο στην τόση ανασφάλεια και κατηφεια είναι το σινεμά; Και αν ναι, πώς μπορεί να οχυρωθει κανείς στο καταφύγιο που ονομάζεται κινηματογραφος όταν αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε, και θα συνεχίσουμε μάλλον για καιρό, με κλειστές αίθουσες;

Σε αυτή την ερώτηση συνήθως απαντώ με μια σκληρή κριτική στο ευθυνόφοβο κράτος για την πλήρη αδιαφορία του με βασικό θύμα τους πολίτες ελλείψει σωστής προετοιμασίας, για τα θλιβερά επικοινωνιακά σόου που έχουμε ήδη δει και αυτά που μας περιμένουν. Όμως, όπως σωστά γράφεις, το σινεμά είναι ένα αντίδοτο, είναι το κλειδί της ζωής, όπως ακριβώς το να δημιουργείς και να βλέπεις ταινίες είναι ένας σημαντικός λόγος ύπαρξης. 

Και έχουμε όσοι ασχολούμαστε με αυτό χρέος να δείξουμε στις επόμενες γενιές ποια είναι η πραγματική χρήση μιας οθόνης, ενάντια στα insta ψηφιακά οπίσθια, στήθη και κοιλιακούς που μας πετάγονται υποχρεωτικά μέσα στη μούρη: Η οθόνη οφείλει να είναι μεγάλη, τουλάχιστον σινεμασκόπ όπως στη Λώρα, ώστε να γεννάει όσο το δυνατόν περισσότερες εικόνες, συναισθήματα και ιδέες, πνευματική τροφή για το μελλοντικό θεατή που θα στέκεται με δέος μπροστά της όταν εμείς θα είμαστε σκόνη.

Μπορεί κατά τον Όργουελ το μέλλον να μοιάζει με μια "μπότα που πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου", αλλά καμία μπότα στον κόσμο δεν μπορεί να πατήσει την ελεύθερη σκέψη και να ελέγξει τη φαντασία. Το σινεμά, οι άνθρωποι που το κάνουν να κινείται, είναι πολύ πιο πάνω από κράτη, συστήματα, επιλεκτικούς "υγειονομισμούς" και κυβερνήσεις. 

Και μόνο αυτό αρκεί για να χαμογελάει κανείς με το κεφάλι ψηλά!   

Στην «αναζήτηση» του Μιχάλη και της Άννας! Μιχάλης Σαράντης και Άννα Καλαϊτζίδου εξομολογούνται.

Πώς προσέγγισες και τι γνώμη έχεις για το χαρακτήρα που υποδύεσαι στη Λώρα; Τί σημαίνει ο Χρήστος και η Λώρα για 'σένα;

Μ.Σ. Δυστυχώς με αυτά τα ρήματα δεν τα πάω πολύ καλά. Το σενάριο απαιτούσε μια ανοιχτωσιά σε σχέση με μια πλευρά μου πιο εφηβική και σε συνδυασμό με τις οδηγίες του Δημήτρη Μπαβέλλα, κάποια references από ταινίες και την επικοινωνία μου με τον Μάκη προσπάθησα να αφεθώ στη στιγμή της κάθε σκηνής. Από 'κει και πέρα, για μένα η ταινία είναι μια ελεγεία στην αθωότητα των αισθημάτων, στην περιπέτεια που δεν ζούμε και στα ταξίδια που σπανίως κάνουμε.

Α.Κ. Για 'μένα η Laura είναι η πλευρά του εαυτού μας την οποία δεν θέλουμε να μοιραστούμε με κανέναν. Το πολύ προσωπικό μας κομμάτι. Ίσως το λίγο πιο σκοτεινό. Με αυτή την σκέψη πλησίασα και το ρόλο. Με μία κατανόηση αυτής της δύσκολης πλευράς των ανθρώπων.

Ποια ανάμνηση συγκρατείς από τα γυρίσματα;

Μ.Σ. Η ταινία έχει μεγάλες σεκάνς που δυνητικά θα μπορούσαν να είναι ταινίες από μόνες τους!Μου έχει μείνει πόσο ετερόκλητα σύμπαντα επισκεφτήκαμε μέσα σε ένα μήνα και κάτι γυρισμάτων! Από παραλίες και λόφους στον Ασπρόπυργο μέχρι υπόγεια club και στενά στα Εξάρχεια!

Α.Κ. Αυτό που έμεινε σε εμένα περισσότερο από αυτά τα γυρίσματα ήταν αυτή η τρέλα των μεταμορφώσεων. Ήταν μοναδική εμπειρία και ευκαιρία να δω τον εαυτό μου σε πάρα πολλές εκδοχές.

Ποιο μήνυμα «αναζητά» η ταινία;

Μ.Σ. Τα λέει όλα το μεγάλο σουξέ της ταινίας. We will never grow old!

Α.Κ. Ότι η ζωή βρίσκει τους δικούς τους δρόμους για να εκπληρώσει τα όνειρά της.

Η ταινία «Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ» προβάλλεται στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας το Σάββατο 26/9 στις 19:30 στην Αίγλη Ζαππείου και την Παρασκευή 2 Οκτωβρίου στις 19:30 στον θερινό κινηματογράφο Λαΐς στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.