Ματιές στον κινηματογράφο του Ισραήλ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:30
22/2

Ματιές στον κινηματογράφο του Ισραήλ

Λίγες μέρες αφότου η ισραηλινή ταινία «Synonyms» του Ναντάβ Λαπίντ κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο του φετινού Φεστιβάλ Βερολίνου, επιχειρούμε μια αναδρομή στους σημαντικούς σταθμούς μιας σταθερά αναπτυσσόμενης κινηματογραφίας που έχει συστήσει μερικούς από τους πιο ενδιαφέροντες δημιουργούς στον κόσμο. Το κείμενο υπογράφει ο κύριος Ίων Βασιλειάδης, υπεύθυνος Πολιτιστικών και Μορφωτικών Θεμάτων της Πρεσβείας του Ισραήλ.

Από τον Ίωνα Βασιλειάδη

Ο κινηματογράφος είναι μια διεθνής γλώσσα. Μέσω εικόνων, μιλάει για ανθρώπινες εμπειρίες και συναισθήματα, εκφράζει δημιουργικές ιδέες. Η γλώσσα των Ισραηλινών κινηματογραφιστών αποτυπώνει προσωπικές ματιές πάνω σε μια δυναμική χώρα και μια κοινωνία σε διαρκή εξέλιξη. Αναδεικνύει επίσης έμμεσα την πολιτισμική, κοινωνική και πολιτική πολυμορφία της ισραηλινής κοινωνίας. Παρά τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Ισραήλ, ή ίσως και εξαιτίας αυτών, η σύγχρονη κινηματογραφική παραγωγή του έχει σήμερα παγκόσμια απήχηση.

Οι πρώτες κινηματογραφικές εικόνες που αποτυπώνει ο φακός στη Γη του Ισραήλ αποτελούν τεκμηρίωση ιστορικών στιγμών και της νέας σιωνιστικής πραγματικότητας. Πρώτος κινηματογραφιστής μπορεί να θεωρηθεί ο Γιακόβ Μπεν-Ντοβ που ήρθε από τη Ρωσία με την κάμερά του και κατέγραψε την είσοδο του στρατηγού Άλενμπι στην Ιερουσαλήμ, τον Δεκέμβριο του 1917, όπως επίσης και καθημερινές σκηνές στους αγροτικούς οικισμούς.

Οι ιδρυτές όμως της ισραηλινής κινηματογραφικής βιομηχανίας είναι ο Νατάν Άξελροντ, ο οποίος ίδρυσε το 1927 την εταιρεία Moledet (Πατρίδα), και ο  πολυτάλαντος Μπαρούκ Αγκαντάτι που ίδρυσε με τον αδελφό του την Aga Films (1929). Οι κινηματογραφιστές τους δεν περιορίζονται σε ταινίες με θέμα τη ζωή στους εβραϊκούς οικισμούς, αλλά γρήγορα επεκτείνονται για να καλύψουν τις ανάγκες μιας σύγχρονης κοινωνίας, γυρίζοντας επίκαιρα και διαφημίσεις. Η πρώιμη παραγωγή αυτών των εταιρειών αποτελεί αρχειακό θησαυρό για την ιστορία του Ισραήλ. Ο Μπαρούκ Αγκαντάτι θα γυρίσει μάλιστα και την πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων, τις «Περιπέτειες του Γκάντι Μπεν Σούσι» (1931), διάρκειας μόλις 8 λεπτών. Ο ομώνυμος ήρωας, νεαρός με καταγωγή από την Υεμένη, καταφθάνει στο Τελ Αβίβ σε αναζήτηση δουλειάς και γυναίκας.

«Περιπλανώμενος Οντέντ» (1932)

Τα πρώτα αποφασιστικά βήματα

Ο «Περιπλανώμενος Οντέντ» (1932) είναι η πρώτη ταινία μυθοπλασίας που γυρίστηκε. Ο ονειροπόλος νεαρός Οντέντ χάνει τους φίλους του κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής στην Κοιλάδα του Εσδαελών και οι περιπλανήσεις του αποτελούν ευκαιρία να αναδειχθούν τα επιτεύγματα του Σιωνισμού στην περιοχή. Η εμβληματική ταινία όμως αυτής της περιόδου είναι το «Αυτή Είναι η Χώρα» (1935) του Χελμάρ Λέρσκι, η οποία είναι και η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους. Η ταινία γυρίστηκε για την 50ή επέτειο του πρώτου κύματος μετανάστευσης και υμνεί τα επιτεύγματα του Σιωνισμού, καθώς και τον ηρωισμό των σκαπανέων. Πρόκειται για μια αισθητικά άρτια ταινία τεκμηρίωσης, η οποία μάλιστα συμμετείχε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας.

Η γλώσσα των Ισραηλινών κινηματογραφιστών αποτυπώνει προσωπικές ματιές πάνω σε μια δυναμική χώρα και μια κοινωνία σε διαρκή εξέλιξη

Παρότι ο ομιλών κινηματογράφος είχε ήδη εμφανιστεί από το 1929, οι ταινίες είναι ακόμα βωβές, γυρισμένες με χρηματοδότηση σιωνιστικών οργανώσεων. Καθώς πρόκειται για στρατευμένη τέχνη, οι περισσότερες έχουν ιστορική παρά καλλιτεχνική αξία. Το ύφος τους είναι παραλλαγή του σοβιετικού ρεαλισμού, ενώ τα κύρια μοτίβα που αναδεικνύονται είναι η αναγέννηση μιας εγκαταλελειμμένης χώρας και ο Νέος Εβραίος –ο οποίος, σε αντίθεση με τους αδελφούς του της Διασποράς, είναι δεμένος με τη γη του και την αναζωογονεί. Τα μοτίβα αυτά παραμένουν κυρίαρχα μέχρι τη δεκαετία του 1960. Η Διασπορά παρουσιάζεται αρνητικά, ενώ οι Άραβες δεν εμφανίζονται ποτέ. 

Συνολικά, γυρίστηκαν 16 ταινίες μέχρι την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καμία κατά τη διάρκειά του και μόλις μία μετά τη λήξη του και πριν την ανακήρυξη του Κράτους του Ισραήλ. Πρόκειται για την ταινία του Χελμέρ Λέρσκι «Γη» (1947-48), με ήρωα ένα νέο επιζώντα του Ολοκαυτώματος, ο οποίος προσπαθεί να ορθοποδήσει δουλεύοντας τη γη και γνωρίζοντας νέους ανθρώπους στο Χωριό Νεολαίας Ben Shemen. Το υπαρκτό αυτό χωριό ιδρύθηκε ως αγροτικό οικοτροφείο από τον Δρ. Σίγκφριντ Λέμαν, ο οποίος μάλιστα είχε την ιδέα της ταινίας, ώστε να προωθήσει τις παιδαγωγικές μεθόδους του και να συλλέξει πόρους. 

«Λόφος 24 δεν Απαντά» (1955) του Θόρολντ Ντίκινσον

Από τις ταινίες «μπουρέκας» στο σινεμά της Νέας Ευαισθησίας

Οι πρώτες ταινίες που γυρίζονται μετά την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ έχουν, αναπόφευκτα ίσως, ως θέμα τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας και τον ηρωισμό όσων συμμετείχαν σε αυτόν. Ελάχιστες ταινίες παράγονται μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50, πριν ιδρυθούν τα στούντιο παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών στη Χερτσελία. Το 1954 ψηφίζεται νόμος για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής και την επόμενη χρονιά κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσας μια ταινία-ορόσημο, Ο «Λόφος 24 δεν Απαντά» (1955), του Βρετανού Θόρολντ Ντίκινσον. Η ταινία μεταφέρει τις προσωπικές ιστορίες στρατιωτών που υπερασπίζονται ένα λόφο στρατηγικής σημασίας στο δρόμο προς την Ιερουσαλήμ, κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Γυρισμένη στα αγγλικά, ήταν η πρώτη ισραηλινή συμμετοχή σε διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου –συγκεκριμένα στις Κάννες. 

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1960, η θεματολογία παραμένει βασικά η ίδια (όπως το «Στύλος Φωτιάς» του Λάρι Φρις από το 1959 και το «Ήταν Δέκα» του Μπαρούκ Ντινέρ, χρονολογίας 1961). Όμως η ισραηλινή κοινωνία αλλάζει και την απασχολούν πλέον εσωτερικά θέματα, όπως η ένταξη των μεταναστών από τις αραβικές χώρες, οι οποίοι αποτελούν μάλιστα ένα καινούργιο κινηματογραφικό κοινό για τους παραγωγούς. Αλλάζει επίσης και το ύφος. Ο ηρωικός τόνος εγκαταλείπεται και οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ Εβραίων από την Ευρώπη και Εβραίων από τις αραβικές χώρες παρουσιάζονται κυρίως σε κωμωδίες παρεξηγήσεων, τις ιδιαίτερα εμπορικές ταινίες «μπουρέκας». Κλασική του είδους είναι η ταινία «Sallah Shabati» (1964) των Εφραίμ Κισόν και Μενάχεμ Γκολάν, με πρωταγωνιστή τον Τσεμ Τοπόλ, που προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. 

«Sallah Shabati» (1964) των Εφραίμ Κισόν και Μενάχεμ Γκολάν

Από την άλλη πλευρά, η ταινία «Μια Τρύπα στο Φεγγάρι» (1965) του Ούρι Ζοχάρ σηματοδοτεί το κίνημα της Νέας Ευαισθησίας που εμπνέεται από τον ποιοτικό ευρωπαϊκό κινηματογράφο, ειδικότερα, από τη γαλλική νουβέλ βαγκ και τον ιταλικό νεορεαλισμό. Και τα δύο είδη συνεχίζουν την πορεία τους κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, όμως η κινηματογραφική θεματολογία διευρύνεται. Το εθνικό και το κοινωνικό αφήνει χώρο και για παναθρώπινες προσωπικές ιστορίες και υπαρξιακά αδιέξοδα.

Παράγονται πλέον όλο και περισσότερες ταινίες. Οι παραγωγές για τον πρόσφατο Πόλεμο των Έξι Ημερών δεν απουσιάζουν, αποτελούν όμως μειοψηφία και σύντομα εκλείπουν. Ξεχωρίζουν το δράμα «Τρεις Μέρες κι Ένα Παιδί» (1967) του Ούρι Ζοχάρ, οι κωμωδίες «Κανάλι Μπλάουμιλχ» (1969) και «Αστυνόμος Αζουλάι» (1970) του Εφραίμ Κισόν, καθώς και οι υποψήφιες  για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας «Ρόζα σε Αγαπώ» (1972) και «Το Σπίτι στην Οδό Σελούς» (1973) του Μοσέ Μιζραχί. 

«Ρόζα σε Αγαπώ» (1972) του Μοσέ Μιζραχί

Ταινίες υπό τη σκιά ενός πολέμου

Ο Πόλεμος του Κιπούρ το 1973 αποτελεί τομή για το Ισραήλ. Η κοινωνία διέρχεται φάση ενδοσκόπησης, μύθοι και πρότυπα γκρεμίζονται και ο κινηματογράφος δεν μένει ανεπηρέαστος. Παρ’ όλα αυτά, οι κωμωδίες παραμένουν το εμπορικότερο είδος, είτε αποτυπώνοντας τους νέους προβληματισμούς –όπως η δημοφιλής κωμωδία «Ματάκηδες» (1972), του Ούρι Ζοχάρ, που «τσαλακώνει» την εικόνα του σάμπρα, του Εβραίου που γεννήθηκε στο Ισραήλ-  είτε όχι, όπως οι ταινίες «μπουρέκας». Η ταινία «Ο Λόφος Χαλφόν δεν Απαντά» (1976) του Ασί Νταγιάν, γιου του θρυλικού στρατηγού Μοσέ Νταγιάν, είναι παρωδία της ιδρυτικής ταινίας του ισραηλινού κινηματογράφου «Ο Λόφος 24 δεν Απαντά» (1955). Ο κινηματογράφος του Ισραήλ δεν έχει πλέον ανάγκη από μύθους.

Η κινηματογραφική παραγωγή της δεκαετίας 1970 περιλαμβάνει δύο διεθνείς εμπορικές επιτυχίες: «Επιχείρηση Έντεμπε» (1977) του Μενάχεμ Γκολάν και «Γρανίτα από Λεμόνι» (1978) του Μπόαζ Ντέιβιντσον. Ένα παράδοξο αυτής της περιόδου είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με άλλες χώρες, η εξάπλωση της τηλεόρασης δεν προκαλεί μείωση των εισιτηρίων του κινηματογράφου.

Η δεκαετία του 1980 όμως θα δει τη σχετική κάμψη της ισραηλινής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Οι κρατικές επιχορηγήσεις μειώνονται, συνέπεια μιας νέας πολιτικής στήριξης του κινηματογράφου που ευνοεί το ποιοτικό σενάριο, το ίδιο και ο αριθμός των εισιτηρίων. Λίγες ταινίες ξεχωρίζουν, αναμέσά τους το «Καλοκαίρι της Αβία» (1988) του Έλι Κοέν, ταινία που βασίζεται στην αυτοβιογραφία της πρωταγωνίστριάς της, Γκίλα Αλμαγκόρ.

«Γρανίτα από Λεμόνι» (1978) του Μπόαζ Ντέιβιντσον

Από το 1980 μέχρι σήμερα

Τα επόμενα χρόνια η αλλαγή της κρατικής πολιτικής φέρνει σταδιακά καρπούς. Τα προσωπικά θέματα κυριαρχούν, ενώ οι αντιήρωες και το περιθώριο εμφανίζονται στο προσκήνιο. Η μαυρόασπρη ταινία «Life According to Agfa» (1991) του Ασί Νταγιάν δείχνει ένα ζοφερό Τελ Αβίβ που έχει χάσει κάθε ιδεαλιστικό σιωνιστικό σημείο αναφοράς. Το «Sh’chur» (1994) του Σμουέλ Χασφάρι παρουσιάζει τις δεισιδαιμονίες και τις πρακτικές μαγείας των εβραϊκών κοινοτήτων του Μαρόκου, μέσα από τις αναμνήσεις μιας γυναίκας που έρχεται αντιμέτωπη με την παιδική της ηλικία. Είναι η εποχή που ανατέλλει το άστρο του σκηνοθέτη Αμός Γκιτάι, με τις ταινίες του «Kadosh» (1999), με θέμα τις γυναίκες στην κοινότητα των υπερορθόδοξων Εβραίων, και «Κιπούρ» (2000), πολεμικό αυτοβιογραφικό δράμα με θέμα τον ομώνυμο πόλεμο.

Τον 21ο αιώνα, ο ισραηλινός κινηματογράφος καταξιώνεται διεθνώς. Οι πόροι αυξάνονται, χάρις σε ρύθμιση που ενισχύει τις κινηματογραφικές παραγωγές μέσω χρηματοδότησης από εμπορικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Το κοινό επανακάμπτει στις αίθουσες και οι διεθνείς διακρίσεις πολλαπλασιάζονται. Αυτό συμβαίνει ίσως επειδή η θεματολογία των πιο δημοφιλών ταινιών αμφισβητεί ευθέως την παραδοσιακή μεσοαστική ισραηλινή αφήγηση και αφορά όλο και περισσότερους θεατές. Η ηθοποιός και σκηνοθέτις Ρονίτ Ελκαμπέτζ («Ένας Καθυστερημένος Γάμος» του 2001, «Να Νυμφευθείς» του 2004, «Πένθος» του 2008, «Διαζύγιο: Η Δίκη της Βιβιάν Αμσαλέμ» του 2014) καθιερώνεται ως σταρ στην Ευρώπη.

«Kadosh» του Αμός Γκιτάι

Η κοινωνία διέρχεται φάση ενδοσκόπησης, μύθοι και πρότυπα γκρεμίζονται και ο κινηματογράφος δεν μένει ανεπηρέαστος

Ο σκηνοθέτης Έιταν Φοξ θίγει το θέμα της ομοφυλοφιλίας στον στρατό στο «Yossi & Jagger» (2002) και της καταδίωξης των εγκληματιών ναζί στο «Περπατώντας στο Νερό» (2004). Ο Ζοζέφ Σεντάρ έχει δύο ταινίες υποψήφιες για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας: «Μποφόρ» (2007) μια (αντι)πολεμική ταινία με θέμα την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τον νότιο Λίβανο και «Γράψε Λάθος» (2011) που ασχολείται με την ανταγωνιστική σχέση πατέρα-γιου. Δύο άλλες σημαντικές αντιπολεμικές ταινίες αυτής της περιόδου είναι η πολυβραβευμένη αυτοβιογραφική ταινία κινουμένων σχεδίων «Βαλς με τον Μπασίρ» (2008) του Άρι Φόλμαν και «Λίβανος» (2009) του Σάμουελ Μάοζ, μια ταινία που διαδραματίζεται σε ένα τανκ και η οποία κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας. 

Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο σύγχρονος ισραηλινός κινηματογράφος διευρύνονται συνεχώς. Οι επιζώντες του Ολοκαυτώματος παρουσιάζονται με ευαισθησία, με τη ματιά ενός εφήβου στην ταινία «Ο Προξενητής» (2010) του Άβι Νέσερ, ενώ η μαύρη κωμωδία «Αποχαιρετιστήριο Πάρτι» (2014) των Ταλ Γκράνιτ και Σάρον Μεϊμόν καταπιάνεται με το θέμα της ευθανασίας. Το αριστοτεχνικό «Foxtrot» (2017) του Σάμουελ Μάοζ, με θέμα τον θάνατο ενός στρατιώτη κατά τη διάρκεια της θητείας του, προκάλεσε θύελλα συζητήσεων, μια απόδειξη για το πόσο ζωντανός είναι ο ισραηλινός κινηματογράφος και πόσο αυθεντικά είναι για την κοινωνία τα ζητήματα που τον απασχολούν. Η κινηματογραφική παραγωγή του Ισραήλ είναι περισσότερο πολυσχιδής παρά ποτέ και αποτελεί τον καθρέφτη μιας κοινωνίας που ξέρει να κοιτάζει τον εαυτό της με ταλέντο, αλλά και με ειλικρίνεια. 

«Synonyms» του Ναντάβ Λαπίντ, Χρυσή Άρκτος του φετινού Φεστιβάλ Βερολίνου

INFO
Το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Χρονικά, τόμος 41, αρ. φύλλου 249, Ιανουάριος-Ιούνιος 2018