Η εκρηκτική εσωστρέφεια του Αλ Πατσίνο - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:10
25/4

Η εκρηκτική εσωστρέφεια του Αλ Πατσίνο

Ένας από τους μεγάλους Αμερικανούς κυρίους της ιστορίας του σινεμά γίνεται σήμερα 83 ετών.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα φτιαχτεί ένα biopic για την ζωή του Αλ Πατσίνο. Περιέχει «κινηματογραφική» δυστυχία, πρόωρους θανάτους όλων των κοντινών συγγενών, μεγάλη φτώχεια, πολυετή υπομονή κάτω από συνθήκες ρακένδυτου, άνεργου ηθοποιού, περιέχει και εντυπωσιακή «ανακάλυψη» και στρατοσφαιρική καλλιτεχνική άνοδο για το ισοφάρισμα.

Το παιδί που γεννήθηκε στο Χάρλεμ, μεγάλωσε στο Μπρονξ, πλακωνόταν στο ξύλο συχνά, έπινε και κάπνιζε απ' όλα πριν κλείσει τα δέκα, είχε ένα άστρο, αν πιστεύεις στα πράγματα αυτά. Είχε συγγενείς-μετανάστες που κατάγονταν από το Κορλεόνε της Σικελίας. Κι αυτό, για έναν κάποιον νεαρό Φράνσις Φορντ Κόπολα, που ήταν στο τιμόνι της πιο φιλόδοξης ταινίας της Paramount για το 1972 κι έψαχνε τον Μάικλ Κορλεόνε του, μπορεί και να ήταν αρκετό.

Ως τότε ο Πατσίνο πάλευε με το θέατρο, που ποτέ δεν έχει εγκαταλείψει, είχε σπουδάσει την Μέθοδο δίπλα στον Λι Στράσμπεργκ που ήταν πια μια πατρική φιγούρα γι' αυτόν, είχε κερδίσει μια τοπική αναγνώριση κι είχε κάνει, το 1971, το «Πανικό στο Νίντλ Παρκ» (έξοχος ήταν) όπου και τον είδε ο Κόπολα και τον απαίτησε από την Paramount.

Με βαριά καρδιά, οι πάντα διορατικοί (...) εκτελεστικοί παραγωγοί, παρέκαμψαν διασημότερα (και λανθασμένα) πρόσωπα (Ρέντφορντ, Ο' Νιλ, Μπίτι, Νίκολσον) κι έδωσαν τον ρόλο στον Πατσίνο. Είναι ένας από τους ελάχιστους που πήραν υποψηφιότητα παίζοντας δύο φορές τον ίδιο ρόλο – αν και να σημειωθεί πως ο ίδιος ο Πατσίνο μποϊκόταρε την οσκαρική απονομή του '73 θεωρώντας (ορθά) πως διεπράχθη αδικία σε βάρος του τοποθετώντας τον στην κατηγορία του υποστηρικτικού ρόλου ενώ είχε μεγαλύτερο ρόλο από τον προταθέντα Μπράντο.

Το σερί του για την επόμενη τριετία είναι απίστευτο. «Σέρπικο» και «Scarecrow» το '73, δεύτερος «Νονός» το '74, «Σκυλίσια Μέρα» το '75. Έξι μνημειώδεις δημιουργίες του νέου αμερικανικού κύματος σε τέσσερα χρόνια με τέσσερεις οσκαρικές υποψηφιότητες και πλήθος άλλων βραβεύσεων.

Ο Αλ Πατσίνο, μαζί με τον Νίκολσον, τον ντε Νίρο και τον Ντάστιν Χόφμαν σχημάτιζαν αυτό που οι επόμενες δεκαετίες θα επωνύμιζαν σαν τον ερμηνευτικό θρύλο της άνοιξης εκείνου του σινεμά.

Στην δεκαετία του '80 ο Πατσίνο περίπου κατακρημνίστηκε, η (αδίκως) κακή φήμη του «Ψωνιστηριού», η μετριότητα του «Revolution» (ο σκηνοθέτης φταίει) κι η λατρεμένη για πολλούς φασαρία του «Σημαδεμένου» δεν βοήθησαν κι έτσι ο ηθοποιός έκανε ένα run for cover στο αγαπημένο του θέατρο μέχρις ότου έλθει η επιστροφή του «Σκοτεινού Αντικειμένου του Εγκλήματος» (1989) που τον επανέφερε στα πράγματα.

«Ντικ Τρέισι», τρίτος «Νονός», «Φράνκι και Τζόνι» στήνουν μια τριετία ανακτηθείσας δόξας (με μια φανταχτερή υποψηφιότητα δεύτερου ρόλου στον «Ντικ Τρέισι»), για να έρθει το 1993 με την διπλή υποψηφιότητα για το «Οικόπεδα με Θέα» και το «Άρωμα Γυναίκας» που τελικά ήταν και η βράβευσή του στην όγδοη προσπάθεια.

Έκτοτε αγνοήθηκε η τύχη του από την Ακαδημία, μέχρι το 2020 και την εκπληκτική του επάνοδο με τον «Ιρλανδό». Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν μερικές περιπτώσεις που διερωτάσαι γι' αυτή την απουσία. Από την «Ένταση» και το «Insider» του Μάικλ Μαν ως το εκνευριστικά παραγνωρισμένο «Ο Νόμος του Καρλίτο» του ντε Πάλμα (που είναι περίπου 16 χιλιάδες φορές καλύτερος από προηγούμενη συνεργασία τους), ο Πατσίνο θα μπορούσε να είναι εκεί. Άξιες μνείας είναι δύο δουλειές που υπέγραψε («Αναζητώντας τον Ριχάρδο» και «Σαλώμη»), ενώ και ως Σάιλοκ στον «Έμπορο της Βενετίας» απέδειξε με άνεση την κοψιά του σαιξπηρικού που διαθέτει. Να μην παραγνωριστεί και το σετ τηλεταινιών που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια, συχνά με τον Μπάρι Λέβινσον στη σκηνοθεσία. Δεν είναι κορυφές, αλλά δείχνουν το εύρος του και σημειώνουν μια ποικιλία εργασιών που δεν έχει κανείς άλλος από τους μεγάλους της γενιάς του.

Συνολικά πάντως, ίσως και λόγω της αναγνώρισης ρόλων όπως του «Σημαδεμένου» και του «Ντικ Τρέισι», ο Πατσίνο απέδρασε πολλές φορές, ενοχλητικά ίσως, προς μια πολύ θορυβώδη μανιέρα, σχεδόν σημαδεμένη από ναρκισσισμό που υποτίμησε το ίδιο του το πελώριο ταλέντο.

Στην τελευταία 20ετία οι ταινίες είναι κάποτε υποδειγματικές κατώτερες («88 Λεπτά», «Τζακ και Τζιλ», «Any Given Sunday»), γενικώς άχρωμες («Recruit», «S1mone», «Two for the Money») και μόνο ενίοτε πιο συμπαθείς «μικρές» ταινίες («Danny Collins», «Paterno», «Humbling»).

Ο Αλ Πατσίνο με το Όσκαρ, τα δύο Τόνι, τα Έμμυ (ελάχιστοι έχουν πάρει και τα τρία βραβεία), την γιγάντια συνεισφορά και την διαχρονική δημοφιλία, δεν κυμαίνεται ποτέ στη συνείδησή μας. Είναι πάντα ο ηθοποιός με την πινακοθήκη των χαρακτήρων που δεν μπορείς να ξεχάσεις, ο φοβερά εσωτερικός ηθοποιός που αποκρυπτογράφησε πως ένας άνθρωπος μετατρέπεται από την εγκαρδιότητα και την αθωότητα στην πέτρα και το έγκλημα (στον «Νονό», φυσικά), ο εκρηκτικός «Σέρπικο» που είναι πάντα το μνημείο της ηθικής καθαρότητας, ο Καρλίτο που δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τον Νόμο του, ο παλλόμενος Ριχάρδος ο 3ος, ο κυνηγός Βίνσεντ της «Έντασης» και φυσικά ο Λόουελ Μπέργκμαν του «Insider» που μπορούσε να αναγνωρίσει, έστω κι αν έχανε, εκείνους χωρίς τους οποίους (ο Γουάϊγκαντ του ίδιου έργου) ο κόσμος θα ήταν τόσο μα τόσο μοναχικότερος.

Να είναι γερός, τον χρειαζόμαστε.