Ηλίας Γιαννακάκης: Η «Μεταφορά» είναι μία υπαρξιακή περιπέτεια, με μορφή ντοκιμαντέρ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:00
22/10

Ηλίας Γιαννακάκης: Η «Μεταφορά» είναι μία υπαρξιακή περιπέτεια, με μορφή ντοκιμαντέρ

Ο Ηλίας Γιαννακάκης μας μιλά για τη νέα του ταινία με θέμα την περιπετειώδη μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο νέο της σπίτι. Μια «Μεταφορά» που λειτουργεί σαν καθρέφτης της πρωτεύουσας αλλά και ολόκληρης της νεοελληνικής ιστορίας. Η συνέντευξη έγινε με αφορμή την πρώτη προβολή της ταινίας στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας (στο τμήμα του Διεθνούς Διαγωνιστικού Ντοκιμαντέρ).

Συνέντευξη στον Νεκτάριο Σάκκα

Παλιός γνώριμος των Νυχτών Πρεμιέρας με σχεδόν αδιάλειπτη παρουσία στο πρόγραμμά τους τα τελευταία χρόνια, ο Ηλίας Γιαννακάκης, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις ούτε στο κοινό του Φεστιβάλ, ούτε πολύ περισσότερο στην εγχώρια κινηματογραφική κοινότητα. Η μακρά διαδρομή του άλλωστε τόσο στο ντοκιμαντέρ («Καλάβρυτα - Άνθρωποι και Σκιές») όσο και στη μυθοπλασία («Χαρά») μιλάει από μόνη της. Εξίσου ενδεικτικός είναι ο αριθμός των περισσότερων από 150 ταινιών που φέρουν την πολύπλευρη σφραγίδα του, η οποία ξεκινά πάντα από τις ιδιότητες του σκηνοθέτη, του σεναριογράφου και του ερευνητή για να επεκταθεί σε αρκετές περιπτώσεις σε εκείνη του παραγωγού.

Η «Μεταφορά» αποτελεί το τελευταίο, ιδιαιτέρως φιλόδοξο πρότζεκτ του με το οποίο συμμετέχει για πρώτη φορά στο τμήμα του Διεθνούς Διαγωνιστικού Ντοκιμαντέρ των Νυχτών Πρεμιέρας. Το φιλμ εστιάζει στη μετ’ εμποδίων μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης από το εμβληματικό Βαλλιάνειο κτίριο της Πανεπιστημίου στο Ίδρυμα Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος. Τα γυρίσματα κράτησαν σχεδόν τέσσερα χρόνια και στο διάστημα αυτό, ο Ηλίας Γιαννακάκης με την πολύτιμη αρωγή της σταθερής συνεργάτιδάς του Αποστολίας Παπαϊωάννου, φιλοτεχνεί μέσα από τη διαδρομή του κορυφαίου πολιτισμικού φορέα της χώρας ένα μοναδικό ψυχογράφημα της Αθήνας, επαναπροσεγγίζοντας παράλληλα μέσω αυτής ιστορικά ορόσημα του ελληνικού κράτους, από καταβολής του μέχρι σήμερα.

Στη «Μεταφορά» τον πρώτο λόγο έχει η Εθνική Βιβλιοθήκη, με τον Γιαννακάκη να της δίνει φωνή (σ.σ. εκείνη της Αμαλίας Μουτούση) προκειμένου να αφηγηθεί η ίδια την πολύπαθη ιστορία της. Ωστόσο έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε τι έχει να πει ο ίδιος ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ που συν τοις άλλοις παρακολούθησε εκ των έσω την όλη διαδικασία της μεταφοράς.

Η ταινία «Μεταφορά» του Ηλία Γιαννακάκη προβλήθηκε στο πλαίσιο του 26ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας. Διαβάστε τη γνώμη μας για την ταινία εδώ.

Η Εθνική Βιβλιοθήκη δημιουργούσε πάντα ένα ιδιότυπο μείγμα οργής, αδιαφορίας και αποστροφής, που κατέληγε σε κάτι ανομολόγητο, σχεδόν ψυχαναλυτικό

Τι ήταν εκείνο που σε έκανε σε πρώτη φάση να ασχοληθείς με την επικείμενη μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης;

Στις αρχές του 2016 άκουσα πρώτη φορά για την σχεδιαζόμενη, τότε, μεταφορά. Η κοινωνική ένταση και ο διχασμός από το τόσο νωπό ακόμα δημοψήφισμα, σε συνδυασμό με το ότι βαδίζαμε στον έβδομο χρόνο της κρίσης που είχε διαβρώσει τα πάντα, δημιούργησαν μέσα μου μία εικόνα παράδοξη αλλά και εξόχως ποιητική, καθώς ο κορυφαίος πνευματικός φορέας της χώρας έπρεπε να αλλάξει στέγη περνώντας μέσα από ένα ναρκοπέδιο.

Η προοπτική της μεταφοράς μιας Εθνικής Βιβλιοθήκης πάμφτωχης, ρημαγμένης από τη φθορά και τις κλοπές μέσα στα χρόνια, διαχρονικά απαξιωμένης από τους πολίτες, μέσα σε συνθήκες γενικευμένης φτωχοποίησης, λαϊκισμού και εμφυλιοπολεμικού κλίματος, δημιούργησε μέσα μου την έντονη επιθυμία για μία ταινία που θα καταδυόταν σε αυτή τη συνθήκη και ταυτόχρονα θα στεκόταν από μία απόσταση, παρατηρώντας.

Αυτή ήταν η σύλληψη, η ιδέα που με κινητοποίησε. Η οποία, παρά τις αλλαγές που ακολούθησαν στη φόρμα αλλά και στο περιεχόμενο της ταινίας, παρέμεινε, πιστεύω, αναλλοίωτη. Αν έπρεπε να ορίσω το είδος της ταινίας, θα έλεγα ότι είναι μία υπαρξιακή περιπέτεια, με μορφή ντοκιμαντέρ.

Τα γυρίσματα κράτησαν σχεδόν τέσσερα χρόνια. Πόσο άλλαξε μέσα σε αυτό το διάστημα η ταινία που είχες αρχικά στο μυαλό σου;

Η πρωταρχική σκέψη από πλευράς μου ήταν για ένα ντοκιμαντέρ χωρίς συνεντεύξεις, voice over και μουσική. Παρά μόνο εξαντλητική καταγραφή των ζωντανών δράσεων στα δύο κτίρια, από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι προετοιμασίες μέχρι την ολοκλήρωση της μεταφοράς.

Αυτός θα ήταν ο ένας άξονας της ταινίας. Ο άλλος, θα ήταν η επίσης εξαντλητική καταγραφή της καθημερινότητας της πόλης ακριβώς έξω και γύρω από το Βαλλιάνειο της οδού Πανεπιστημίου και, όταν θα γινόταν η παράδοση του νέου κτιρίου, στο πάρκο του ΚΠΙΣΝ. Διαδηλώσεις, τουρίστες που φωτογραφίζονται, πρόσφυγες, πλανόδιοι μουσικοί, άστεγοι, παρελάσεις, παιδιά που παίζουν κ.λπ.

Βασικός οδηγός στην κινηματογράφηση στο Βαλλιάνειο ήταν να εξοικειωθούμε τόσο πολύ με τους ανθρώπους της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ώστε να μη μας δίνουν την παραμικρή σημασία. Να αποτελέσουμε μέρος του οργανισμού. Να καταστούμε αόρατοι, να ξεχαστεί η ίδια η κάμερα δηλαδή, αφήνοντας χώρο για να καταγραφεί το αναπάντεχο, χωρίς ωραιοποιήσεις. Μοιραστήκαμε την κάμερα με τον Δημήτρη Κορδελά ενώ η Αποστολία Παπαϊωάννου κινηματογραφούσε επίσης, βοηθητικά, παράλληλα με την ευθύνη της παραγωγής, την ταξινόμηση του υλικού και πολλά ακόμα που ανέλαβε.

Όσο περνούσε όμως ο καιρός, αισθανόμουν πιο καθαρά το ιστορικό βάρος της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Ότι όσα έβλεπα και κινηματογραφούσα δεν αποτελούσαν απλώς όψεις της σημερινής πραγματικότητας αλλά έρχονταν από πολύ παλιά. Από την ίδρυση της Εθνικής Βιβλιοθήκης, η οποία γεννήθηκε ένα χρόνο πριν από την Εθνική Ανεξαρτησία. Μόνο συμπεριλαμβάνοντας το παρελθόν θεώρησα ότι θα μπορούσα να καταλάβω, να αισθανθώ, συνακόλουθα και ο θεατής, την ψυχή της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Με τις αντιφάσεις και τις φαινομενικά δυσεξήγητες πλευρές της.  Ήταν φανερό πλέον ότι έπρεπε να αναθεωρήσω μερικώς.

Έτσι, κρατώντας πάντα την ιδέα της απουσίας συνεντεύξεων αλλά και της καταγραφής του μέσα-έξω, αποφάσισα να αναζητήσω και να ενσωματώσω στην ταινία αρχειακό υλικό (φωτογραφίες και κινηματογραφικά αποσπάσματα), να σκεφτώ την ιδέα της μουσικής και, πάνω απ’ όλα, να δώσω φωνή στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Πώς προέκυψε η ιδέα να της δώσεις φωνή;

Όταν κάνεις μία ταινία η βάση αναφοράς είναι οι ασυνείδητες επιρροές από τους αληθινά μεγάλους. Πιστεύω ότι κάθε σημαντική ταινία μυθοπλασίας στηρίζεται, χωρίς αυτό απαραίτητα να δηλώνεται ή να είναι φανερό, σε ένα υπόστρωμα αυθεντικού ντοκιμαντέρ. Είτε μιλάμε για το νεορεαλισμό και τη νουβέλ βαγκ είτε για τις ταινίες του Κασσαβέτη.

Ακόμα και στο έργο του Ντέιβιντ Λιντς ή του Νίκολας Ρεγκ, είναι ο χειρισμός της  πραγματικότητας αυτός που οδηγεί στο ποιητικό σύμπαν, μέσα από την υπέρβαση του ρεαλισμού.

Αντίστοιχα, σε σπουδαία ντοκιμαντέρ, από το «Ο Νανούκ του Βορρά» του Ρόμπερτ Φλάερτι, μέχρι τις ταινίες του Χάμφρεϊ Τζένινγκς, των Άλμπερτ και Ντέιβιντ Μέιζλς ή της Πίριο Χονκασάλο, η υιοθέτηση μιας μυθοπλαστικής προσέγγισης - δεν αναφέρομαι καθόλου στο λεγόμενο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ - που δημιουργεί χαρακτήρες και παράγει δραματικότητα με τον πιο λιτό τρόπο, οδηγεί στο αυθεντικό ντοκουμέντο. Δηλαδή, στην ανόθευτη ανάδυση της πραγματικότητας - σε μία χειροπιαστή διάστασή της τουλάχιστον. Η οποία μπορεί να είναι εξίσου ποιητική όσο και συγκινητική.

Όταν λοιπόν, μετά από τρία σχεδόν χρόνια κινηματογράφησης, αισθάνθηκα ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη είναι σαν ένα κορίτσι που δεν του δόθηκε η ευκαιρία να μεγαλώσει ή σαν μία γυναίκα που έχει κρατήσει την παιδικότητά της παρά τα όσα φοβερά και τρομερά της έχουν συμβεί, τότε ακριβώς ήρθε η στιγμή να αποκτήσει φωνή. Για να μπορέσει να μας αφηγηθεί, μέσα από ένα αντισυμβατικό voice over, τα όσα έχει περάσει. Κλοπές από Βασιλείς, Πρωθυπουργούς, Αρχιεπισκόπους, Καθηγητές, Πρέσβεις των μεγάλων δυνάμεων αλλά και κάθε έναν που είχε τη δυνατότητα, επί πολλές δεκαετίες, να μπαίνει μέσα και να αφαιρεί όσα βιβλία μπορούσε, πουλώντας τα στα παλαιοβιβλιοπωλεία των εποχών εκείνων ή σε πλούσιους συλλέκτες.

Να μιλήσει επίσης, ανάμεσα σε πολλά άλλα, για την επίσκεψη του Μάρλον Μπράντο το 1960, την ακρότητα των τελευταίων μνημονιακών χρόνων μετά το 2010 ή την καύση των επικίνδυνων βιβλίων, ακριβώς έξω από το Βαλλιάνειο, που διέταξε ο Μεταξάς το 1936. Αλλά και για τη διαχρονική άρνηση της Πολιτείας να εκταμιεύει πόρους, όπως την υποχρεώνει το Σύνταγμα, ώστε να αγοράζονται βιβλία ή να συντηρούνται σε σωστές συνθήκες τα ήδη υπάρχοντα.

Μία φωνή που περνά στο χώρο και στο χρόνο, άλλοτε ως κορίτσι και άλλοτε ως ώριμη γυναίκα. Που παθιάζεται, θυμώνει, ελπίζει, χαίρεται, απογοητεύεται και αναρωτιέται.

Η φωνή είναι της Αμαλίας Μουτούση, με την οποία δουλέψαμε επί ένα χρόνο σε πρόβες και αλλεπάλληλες ηχογραφήσεις. Και ο ιδιαίτερος ήχος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ένα ιδιότυπο μουσικό ηχόχρωμα που δεν παραπέμπει σε κανονικό soundtrack, είναι αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής δουλειάς του Δημήτρη Καμαρωτού.

Στη διάρκεια των γυρισμάτων μου έκανε εντύπωση η σταθερή άρνηση των περισσότερων από τους εργαζόμενους να πάνε στο καινούργιο κτίριο

Έζησες από κοντά τους εργαζόμενους και τους ερευνητές της Βιβλιοθήκης που εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ. Τι σου έκανε περισσότερο εντύπωση από την επαφή μαζί τους;

Η Εθνική Βιβλιοθήκη αποτελεί τον ορισμό, την επιτομή αυτού που λέγεται δημόσιος τομέας στην Ελλάδα. Με χρόνιες αγκυλώσεις, δυσλειτουργίες, άθλιες συνθήκες φύλαξης και συντήρησης των πνευματικών θησαυρών που ανήκουν στις συλλογές της, τουλάχιστον μέχρι τη μετάβαση στο καινούργιο κτίριο.

Την ίδια στιγμή, όμως, παρά τις κλοπές και την επί πολλές δεκαετίες άγρια κακομεταχείριση των βιβλίων και των χειρογράφων, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη αποτέλεσε μία κυψέλη. Η οποία έχει διασώσει σπουδαία χειρόγραφα και σπάνια βιβλία, τη στιγμή που πολλά άλλα χάθηκαν ή καταστράφηκαν σε μοναστήρια και ιδιωτικές συλλογές. Στην ταινία ακούμε για την περίπτωση του Ιωάννη Σταμνόπουλου, ενός λόγιου, αληθινά ερωτευμένου με τα βιβλία, που ως απλός εργαζόμενος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, έφτιαξε με δική του πρωτοβουλία τους πιο σημαντικούς καταλόγους στα χρόνια του Μεσοπολέμου, οι οποίοι αποτελούν βάση αναφοράς μέχρι σήμερα.

Στη διάρκεια των γυρισμάτων μου έκανε εντύπωση η σταθερή άρνηση των περισσότερων από τους εργαζόμενους να πάνε στο καινούργιο κτίριο. Μια άρνηση που εκ πρώτης όψεως ξενίζει. Όμως, από την άλλη, αυτοί οι άνθρωποι, και κάποιοι άλλοι σαν κι αυτούς στα διακόσια χρόνια που έχουν προηγηθεί, είναι εκείνοι που διέσωσαν ό,τι μπορούσε να διασωθεί και έφεραν την Εθνική Βιβλιοθήκη στο σημείο αυτό, ώστε να γίνει η μεταφορά.

Από τη μία με απωθεί και με εξοργίζει αυτή η εικόνα της φθοράς στο Βαλλιάνειο γιατί αγαπώ παθολογικά τα βιβλία. Από την άλλη, όσο διαρκούσαν τα γυρίσματα, συνειδητοποιούσα ότι δεν είμαστε Νέα Υόρκη, Βερολίνο ή Παρίσι. Είμαστε αυτοί που είμαστε και αυτό που έχει σημασία είναι να κάνουμε ένα βήμα κάθε φορά. Κάπως έτσι, έμαθα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια να αγαπώ αυτή τη ρημαγμένη Εθνική Βιβλιοθήκη και τους εργαζόμενους σε αυτήν. Μόνο μέσα από αυτόν τον δρόμο, θεωρώ, μπορούμε να δούμε τη δική μας πραγματικότητα. Έτσι αντιλαμβάνομαι αυτή τη μεταφορά που έδωσε τον τίτλο στην ταινία. Ως μία διαρκή μετάβαση, εξέλιξη. Και όταν κάτι είναι σε εξέλιξη, συνεπώς δεν είναι νεκρό, μπορεί να είναι ακόμα και συναρπαστικό.

Είναι προφανώς αμέτρητες οι ιστορίες γύρω από την Εθνική Βιβλιοθήκη που θα άκουσες με αφορμή την ταινία. Υπάρχει κάποια που να ξεχωρίζεις;

Αφού πέρασαν δυόμιση χρόνια γυρισμάτων, ξεκίνησε παράλληλα και το μοντάζ καθώς ο όγκος του κινηματογραφημένου υλικού, αλλά και των αρχείων, ήταν τεράστιος. Το πολύ σύνθετο έργο του μοντάζ ανέλαβε η Μυρτώ Λεκατσά. Υπήρξαν πάμπολλες ιστορίες, δράσεις, στιγμές, εικόνες, που δεν χώρεσαν. Όπως συμβαίνει σε όλες τις ταινίες. Πόσω μάλλον σε αυτή την ταινία που το κινηματογραφημένο υλικό της ξεπέρασε τις 500 ώρες.

Θυμάμαι μία τέτοια ιστορία, που αναφερόταν σε ένα δημοσίευμα της ιστορικής εφημερίδας Εμπρός, όταν μόλις είχε χτιστεί το Βαλλιάνειο, με χρήματα του Παναγή Βαλλιάνου, το 1903. Έγραφε τότε ο συντάκτης, σε καθαρεύουσα, τα εξής: «…Η επιγραφή Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη επείραξε τα νεύρα αγνώστων Αθηναίων, οίτινες μία νύχτα την εμαύρισαν δι’ ανεξιτήλου βαφής. Οι άνθρωποι εκείνοι, ως εγνώσθη κατόπιν, είχον την αξίωσην να ονομασθή η Βιβλιοθήκη Εθνική και ουχί Βαλλιάνειος…»

Η Εθνική Βιβλιοθήκη δημιουργούσε πάντα ένα ιδιότυπο μείγμα οργής, αδιαφορίας και αποστροφής, που κατέληγε σε κάτι ανομολόγητο. Σχεδόν ψυχαναλυτικό. Μία απώθηση για έναν οργανισμό, που από τη μία παραπέμπει στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς της χώρας, όμως από την άλλη, σε όλα αυτά τα διακόσια χρόνια ζωής, ταυτίζεται με κάτι μίζερο, ελλειμματικό και αρτηριοσκληρωτικό. Αυτή την απώθηση την αντιλήφθηκα, με έντονο τρόπο, σε όλη τη διάρκεια πραγματοποίησης της ταινίας για την Εθνική Βιβλιοθήκη.

Υπήρχε κάποια συγκεκριμένη δυσκολία που αντιμετωπίσατε στην πραγματοποίηση του ντοκιμαντέρ;

Η ταινία κατά ένα παράδοξο τρόπο είναι σαν να έχει ακολουθήσει τη μοίρα και το μονοπάτι του θέματός της. Όπως η Εθνική Βιβλιοθήκη αντιμετωπίστηκε, επί σχεδόν διακόσια χρόνια, με τον πιο υποτιμητικό τρόπο, έτσι και η χρηματοδότησή της ταινίας ήταν ελλιπέστατη, παρά το αντικείμενό της, που θα έλεγε κάποιος ότι μας αφορά όλους. Και παρά τις αυτονόητες οικονομικές ανάγκες που συνοδεύουν μία ταινία της οποίας τα γυρίσματα διαρκούν επί τόσα χρόνια. Δημιουργώντας, κατά συνέπεια, οικονομική ασφυξία σε εμάς που κάναμε την ταινία. Πολλοί χρηματοδοτικοί οργανισμοί, ιδρύματα αλλά και ιδιώτες, όλα αυτά τα χρόνια, αρνήθηκαν να συνδράμουν ενώ κάμποσοι από αυτούς ούτε καν απάντησαν στο αίτημα.

Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς μέσα από την «Μεταφορά» ένα ψυχογράφημα της πόλης και μαζί έναν αντικατοπτρισμό της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους. Τι συμβολίζει για εσένα όλη αυτή η μακρόχρονη περιπέτεια της Εθνικής Βιβλιοθήκης;

Από την πρώτη κιόλας στιγμή η Εθνική Βιβλιοθήκη ταυτίστηκε με την ίδια τη χώρα και ειδικά με την Αθήνα, καθώς αποτελεί εμβληματικό σημείο της, είτε στο παλιό είτε στο σημερινό κτίριο, ενώ αποτελεί το συνδετικό κρίκο με το αρχαίο παρελθόν. Είτε αυτό λειτουργεί ως σημείο αναφοράς είτε ως βάρος ασήκωτο.

Συνέπεσε να γεννηθεί σχεδόν ταυτόχρονα με το Ελληνικό Κράτος, ύστερα από απόφαση του Καποδίστρια. Που πίστευε με ένταση ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει Ελλάδα χωρίς την Εθνική της Βιβλιοθήκη. Η οποία θα όριζε το παρελθόν της, δημιουργώντας τη βάση για το μέλλον. Ο Καποδίστριας, καθώς φαίνεται, ήταν ο μόνος που είχε πιστέψει σε κάτι τέτοιο. Σχεδόν αμέσως δολοφονήθηκε. Μια δολοφονία-ύβρις, που φαίνεται να μας καταδιώκει από τότε. Σαν να σκοτώσαμε τον ορθό λόγο. Εκείνος ο λαϊκισμός αλλά και ο διχασμός που οδήγησαν στη δολοφονία, επανέρχονται με διάφορους τρόπους στην εγχώρια πολιτική και κοινωνική ζωή.

Και η Εθνική Βιβλιοθήκη, σαν να ήταν η ορφανή κόρη του Καποδίστρια, παλεύει απέναντι σε όλα αυτά. Απροστάτευτη κυρίως από το έλλειμμα της κοινής λογικής που θα έπρεπε να διέπει μία Πολιτεία και τους πολίτες της, πορεύεται όλα αυτά τα διακόσια χρόνια ως καράβι στον άνεμο, με ελάχιστους να πιστεύουν σε αυτήν. Σαν να μην πιστεύουμε στους εαυτούς μας, δηλαδή. Η Εθνική Βιβλιοθήκη είμαστε εμείς. Κι αν αυτή δεν μας αρέσει, δεν φταίει κάποιος άλλος.

Για μένα η Εθνική Βιβλιοθήκη συμβολίζει αυτό που είμαστε ως προς την αρνητική του διάσταση, αλλά και ορίζει ως δυνατότητα, ως προοπτική, ακόμα και ως ουτοπία, αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε ή αυτό που θα γίνουμε, ίσως, κάποτε. Και αυτό, από μόνο του, είναι πολύτιμο και αναντικατάστατο.