Μονοπλάνα! 13 φορές που ξεχάσαμε να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:23
10/1

Μονοπλάνα! 13 φορές που ξεχάσαμε να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας

To «1917» μας θύμισε ότι το μονοπλάνο ανέκαθεν συνάρπαζε τον κινηματογραφόφιλο (κι απορούσε τον κανονικό άνθρωπο) μεταδίδοντάς του ένα ευφορικό, αλλά όχι και απαραίτητα ουσιαστικό αίσθημα. Διαλέξαμε 13 περιπτώσεις που…στεγνώνει το μάτι σου. Άλλοτε από εντύπωση άλλοτε (κι) από σημασία.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

«Ο Άρχων του Τρόμου» (Touch of Evil, 1958) του Όρσον Γουέλς

Πανηγυρισμοί έξαλλοι. Προφανώς παιδιά σε ζαχαροπλαστείο (σκηνοθέτης και θεατές), ένα πλατώ σε οργασμό, ο Γουέλς να λυσσάει κυριολεκτικά με την κινητικότητα που τόσο αγαπούσε και ταυτόχρονα μια θεαματική σπουδή πάνω στην αφήγηση μιας αρχικής πλοκής (η βόμβα), ενός σασπένς (μα τι θα γίνει με την βόμβα;!), δύο χαρακτήρων και μιας παροιμιώδους εισαγωγής στην έννοια του ορίου (είμαστε στα σύνορα με το Μεξικό), όλα μαζί υπό τους χάλκινους ήχος του Χένρι Μαντσίνι. Κρυστάλλινος, μαγικός κινηματογραφικός κόσμος.

 «Ματωμένη Πατρίδα» (Soy Cuba, 1964) του Μιχαήλ Καλατόζωφ

Περίφημο έργο, ευχαριστείτε τον Σκορσέζε που αποκαταστάθηκε στην λαμπρότητά του, τι να πρωτοδιαλέξεις από την βιρτουοζιτέ του Καλατόζωφ, πάμε στο ασφαλές, με μια κάμερα που ξεκινά στην κορυφή ενός ουρανοξύστη, βγαίνει στο κενό, αρχίζει να κατεβαίνει, να κατεβαίνει, να κατεβαίνει, να φτάνει σε μια πισίνα και να μπαίνει και μέσα στο νερό. Να δροσιστεί. Το 1964.

«Κόκκινοι και Λευκοί» (Csillagosok, katonák, 1967) του Μίκλος Γιάντσο

Ο μεγαλύτερος Ούγγρος σκηνοθέτης, η σημαία της μεγάλης των Ούγγρων Σχολής εκείνων των εποχών είναι ο μαέστρος του πλάνου-σεκάνς, της μονοπλανικής διαίρεσης των ταινιών του σε σκηνές. Αν μια μέση 90λεπτη ταινία τότε είχε περί τα 1500 ξεχωριστά πλάνα (σήμερα ξεπερνά τα 5.000…), στον Γιάντσο μετρούσες όχι περισσότερα από είκοσι. Τι πλάνα όμως!... Σαν πραγματικός διευθυντής μιας κινηματογραφικής ορχήστρας, με μια εικαστική αρχοντιά απαράμιλλη τότε (επηρέασε όμως στη συνέχεια πολλούς, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο πρώτα), ο Ούγγρος διηύθυνε το τοπίο, τους ηθοποιούς, τον οριζόντιο και τον κάθετο άξονα, το πρώτο πλάνο και το (απίθανα) μακρινό… Όπως εδώ στην αρχική, μόλις τρίλεπτη (!) σκηνή μιας από τις βασικές του ταινίες.

«Week End» (1967) του Ζαν-Λικ Γκοντάρ

Ιστορικό μονοπλάνο-περιήγηση ενός μποτιλιαρίσματος, όχι ιδιαίτερης τεχνικής δυσκολίας αλλά μεγάλης σκηνοθετικής έμπνευσης και εκτέλεσης καθώς στην περίπου 6λεπτη διαδρομή του παίρνεις μια τοιχογραφία εποχής και τύπων που άλλοτε θυμίζει Τατί, άλλοτε βιτριολικό…Γκοντάρ, ιδίως όταν φτάνεις στην αρχή κι αιτία του μποτιλιαρίσματος που κινηματογραφείται υποδειγματικά και αξιομίμητα – αν και μια ανάλογη σκηνή σκηνοθετικής ηθικής έχει ο Τζόζεφ Λόουζι στο «Accident», που είχε βγει έξι μήνες νωρίτερα. 

(Στο 12.30 ξεκινά το μονοπλάνο)

«Επάγγελμα: Ρεπόρτερ» (The Passenger, 1975) του Μικελάντζελο Αντονιόνι

Από τα ιστορικότερα φινάλε της 7ης τέχνης κι ένας συνδυασμός τεχνικής και αποτύπωσης νοήματος που σου δένει το μυαλό φιόγκο. Η κάμερα ξεκινά ανεπαίσθητα αργά να πλησιάζει κάτι κάγκελα, ο Νίκολσον έχει ξαπλώσει σ’ ένα κρεβάτι, η κάμερα υπομονετικά πλησιάζει τα κάγκελα και ω του θαύματος περνάει μέσα από αυτά, βγαίνει στον προαύλιο χώρο, σηκώνεται, όλη την ώρα αυτή υπάρχει δράση στον εξωτερικό χώρο, γυρίζει 180 μοίρες, ακολουθεί αυτούς που μπαίνουν στο δωμάτιο που είναι ο Νίκολσον και τους χαζεύει προκλητικά πίσω από τα κάγκελα που πριν είχαμε χαλαρά διαπεράσει. Δικό σας.

«Νοσταλγία» (1983) του Αντρέι Ταρκόφσκι

Από μια πλευρά είναι ο Τσάρος του μεγάλου πλάνου, έχεις πολλά να διαλέξεις, το πρώτο που σου έρχεται είναι το φινάλε της «Θυσίας» με το σπίτι που καίγεται – και που έπρεπε να ξαναφτιάξουμε γιατί η πρώτη λήψη δεν πήγε καλά…. Από την άλλη εγώ θα διαλέξω την σκηνή με το κερί από τη «Νοσταλγία». Που δεν έχει κάποια εμφανή τεχνική δυσκολία και οδηγεί στην τρέλα αυτούς που δεν τα πάνε καλά μ’ αυτό το σινεμά. Όμως αυτό το πέρα δώθε, ο βαρύς συμβολισμός, ο Όλεγκ Γιανκόφσκι, η υγρή αρχαία Ιταλία, η απόφαση πως αυτό το κερί πρέπει να φτάσει αναμμένο σε μονοπλάνο και θα κάτσουμε εδώ όσο χρειαστεί, ε δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος.

«Goodfellas» (1990) του Μάρτιν Σκορσέζε

Όλοι την ξέρουν, όλοι την συζητούν (για τους λάθος λόγους, εκτιμώ), δεν θα μπορούσε όμως να λείπει. Μπορεί ο φαντεζισμός της να είναι απαστράπτων, το ουσιαστικά της δύσκολο όμως δεν είναι το πώς γυρίστηκε (άλλες της λίστας είναι ασύγκριτα δυσκολότερες), όσο το πόσο εντυπωσιακά εξυπηρετείται η χαρακτηρολογία και η ατμόσφαιρα μιας αφήγησης από μια απλή (…) είσοδο σ’ ένα κλαμπ.

«Ο Τιμωρός του Χονγκ Κονγκ» (Hard Boiled, 1992) του Τζον Γου

Τρεις φορές το γύρισε, κι όταν το δεις θα καταλάβεις τι μαρτύριο θα ήταν να ξαναστήσεις τέτοια σκηνή. Μέσα σε κάτι λιγότερο από τρία λεπτά ο (δικαίως) πολύς Τζον Γου εδραίωσε την φήμη στην πατρίδα του, πήρε εισιτήριο για τα μεγάλα παιδιά του Χόλιγουντ, έφτιαξε έναν ωραίο χαλασμό πυροβολισμών, σπασιμάτων και σκοτωμών και το έκανε τόσο νατουραλιστικά για τα δεδομένα του είδους που δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρχει στην ίδια λίστα με το χορογραφημένο ξύλο του «Oldboy» που χωρίς αμφιβολία κάποιοι από εσάς θα περιμένατε να συμπεριλάβουμε. (Αλλά τότε και πάλι θα βάζαμε πρώτα Γκρίναγουεϊ)

«Επαφή» (Contact, 1997) του Ρόμπερτ Ζεμέκις

Σκηνοθέτης που λατρεύει τις τεχνικές δυσκολίες που μετατρέπονται σε μεγάλο κινηματογραφικό θέαμα, ο παραγνωρισμένος Ζεμέκις έχει πλήθος σκηνών να διαλέξεις αλλά θα πάω με ένα που ναι μεν έχει το συγκινησιακό του βάρος στην αφήγηση αλλά σου ταράζει και το κεφάλι με το πώς το έκανε. Ο μπαμπάς της Τζόντι Φόστερ πεθαίνει, κοντινό στο κοριτσάκι και ξεκινά ένα μονοπλάνο με αυτήν που που τρέχει, ανεβαίνει έναν όροφο, αργή κίνηση και ανοίγοντας το ντουλαπάκι να πάρει το φάρμακο ήταν όλο μέσα από καθρέφτη. Ουπς.

«Snake Eyes» (1998) του Μπράιαν Ντε Πάλμα

Ασήμαντη ταινία, επιδειξιομανής σκηνή αλλά, διάολε, όταν το πρωτοείδαμε, με την πληροφορία τότε να είναι τόσο πιο σπάνια από σήμερα, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Σχεδόν 13 λεπτά οργανωτικής τρέλας, από τη βροχή του έξω στην φαντασμαγορία ενός αγώνα πυγμαχικών βαρέων βαρών, μέσα κι έξω από ασανσέρ, πάνω-κάτω σε ορόφους, διαδρόμους, ηχητική πανδαισία και τον Νίκολας Κέιτζ σε παραλήρημα, ε ναι, ο Ντε Πάλμα δεν θα μπορούσε να απουσιάζει.

«Εξιλέωση» (Atonement, 2007) του Τζο Ράιτ

Επίσης ένας σκηνοθέτης που δεν φείδεται δεξιοτεχνικής έκφρασης, μένει να αποδειχθεί πόσα παραπάνω από αυτό είναι. Ωστόσο η περίφημη «Δουνκέρκη» του, μια ταινία μέσα στην ταινία πρακτικά, είναι κάτι τόσο αποστομωτικά δεξιοτεχνικό, τόσο ελεγειακό (Μαριανέλι βοηθούντος), τόσο λυρικά κι επικά μαζί ενδεικτικό της ανθρώπινης τρέλας του πολέμου, που δια μέσω της ποίησης ενός εξωφρενικά εκτεταμένου και λεπτομερούς καμβά παραδίδει μια από τις πιο συζητημένες σκηνές του 21ου αιώνα.

«Το Μυστικό στα Μάτια της» (El secreto de sus ojos, 2009) του Χουάν Χοσέ Καμπανέγια

Κάθε πλάνο που ξεκινά από ένα ελικόπτερο, φτάνει σ’ ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο, ζουμάρει στην εξέδρα κι εν συνεχεία αρχίζει να τρέχει πάνω-κάτω (κι έχει ένα κάτω που δεν μπορείς να πιστέψεις) ανάμεσα στον κόσμο και να κυνηγιέται με το σύμπαν δεν θα μπορούσε να λείπει. Ένα το ‘χουμε, το καμαρώνουμε, είναι και ταινιάρα, πώς γυρίστηκε ένας Καμπανέγια ξέρει, αν το «κλέβει» κάπου να μη μας πει, από τέτοια σινεφιλικά όνειρα δεν ξυπνάς.

«Gravity» (2013) του Αλφόνσο Κουαρόν

Κι έρχεται η μεγάλη στιγμή να διαλέξεις ποιος Κουαρόν θα είναι στη λίστα. Και φυσικά παίζει το «Children of Men» που έχει μια τρομερή 6λεπτη στιγμή (με τους πυροβολισμούς στην πόλη), παίζει η «Ρόμα» με τον συνταρακτικό της επίλογο (όπου ο Κουαρόν σκηνοθετεί ΚΑΙ τα κύματα) και κερδίζει τελικά τούτο εδώ με τα αδιανόητα 18 λεπτά του που με όρους θεάματος και μόνο (είναι και πολλά ακόμα) είναι η πιο αποσβολωτική αιθουσιακή στιγμή μιας δεκαετίας.