Βραβεία Όσκαρ 2015: Αυτό το Όσκαρ ποιος θα το πάρει (μέρος 3ο)

2015-02-19 20:09:33
Από τους Χρήστο Πολίτη και Πάνο Γκένα

Και τώρα ας σηκώσουμε τα μανίκια κι ας μιλήσουμε σοβαρά. Μπαίνοντας στην τελική ευθεία για την μεγάλη βραδιά, οκτώ είναι εκείνες οι κατηγορίες που διάσπαρτες θα ανεβάσουν το volume και θα χαμηλώσουν τις φωνές, περιμένοντας το νικητή. Στοιχηματίζουμε;

Και τώρα ας σηκώσουμε τα μανίκια κι ας μιλήσουμε σοβαρά. Μπαίνοντας στην τελική ευθεία για την μεγάλη βραδιά, οκτώ είναι εκείνες οι κατηγορίες που διάσπαρτες θα ανεβάσουν το volume και θα χαμηλώσουν (ή θα υψώσουν;) τις φωνές, περιμένοντας το νικητή.

Στοιχηματίζουμε;

ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΑΙΝΙΑ

Σε μία οσκαρική κούρσα που υποψήφιοι και ενδεχόμενοι νικητές έχουν φεστιβαλικό εφαλτήριο, τα φαβορί είναι δυο. Μετά το «12 Χρόνια Σκλάβος» θα γίνει φέτος το 12 χρόνια «Μεγαλώνοντας» ο μεγάλος νικητής, ή ο «Birdman» θα αναγεννηθεί θριαμβευτικά μέσα από τις χολιγουντιανές του στάχτες;

Το «Μεγαλώνοντας» αποτελεί ένα κινηματογραφικό επίτευγμα που αναδεικνύει έναν κρυφό, βασικό πρωταγωνιστή, τον χρόνο, διακριτικά και υπερβατικά. Το «Birdman» είναι μία ουσιαστική σπουδή στις αναπόδραστες καλλιτεχνικές ανησυχίες και τα προσωπικά αδιέξοδα. Τελικά τι θα επικρατήσει; Μία χαμηλότονη ανθρώπινη εποποιία ή ένα σαρκαστικό σχόλιο των παραστατικών τεχνών;

Με δεδομένη τη φόρα του «Birdman» από τις πρόσφατες βραβεύσεις και έχοντας κατα νου πως η βιομηχανία λατρεύει την αυτοαναφορικότητα, η ταινία του Ινιαρίτου προβλέπουμε να σηκώνει τελικά το μεγάλο βραβείο. Η καίρια, υπερρεαλιστική ματιά της ταινίας και η κινηματογραφική της πολυπλοκότητα θα εκτιμηθούν, έναντι της ουμανιστικής απλότητας και της ανεξάρτητης στόφας του «Μεγαλώνοντας».

Αν κάποιος απειλεί το παραπάνω δίπολο, είναι μόνο το «Ξενοδοχείο Grand Budapest», το πολύχρωμο, στιλιστικό και αστείο φιλμικό παραλήρημα του Γουές Άντερσον, το οποίο θα βολευτεί λογικά με τεχνικά βραβεία.

Από τις υπόλοιπες πέντε υποψηφιότητες, τα βρετανικά βιογραφικά δράματα «Το Παιχνίδι της Μίμησης» και «Η Θεωρία των Πάντων», αποτελούν καλογυαλισμένες κινηματογραφικές προτάσεις που θυμίζουν δράματα που κέρδιζαν τη δεκαετία του ‘80, το «Selma» είναι ανίσχυρο με μία ουσιαστική υποψηφιότητα και ο «Ελεύθερος Σκοπευτής» λογίζεται περισσότερο ως προπαγάνδα, παρά ως ταινία. Μόνο το νευρώδες, γλαφυρό «Χωρίς Μέτρο» είναι η ταινία που θα χαιρόμασταν να κάνει την έκπληξη, αλλά αυτά συμβαίνουν μόνο στα όνειρα.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ

Αν τα μέλη της Ακαδημίας αποφασίσουν να χωρέσουν τα δυο φαβορί σε βραβεύσεις, τότε ο Αλεχάντρο Γκ. Ινιαρίτου του «Birdman» είναι ο σκηνοθέτης επιλογής σ’ αυτή την κατηγορία. Μετά τον Μεξικανό Αλφόνσο Κουαρόν πέρσι, ο Ινιαρίτου θα πάρει το μεγάλο βραβείο φέτος και η πρόσφατη επικράτησή του στο Σωματείο Σκηνοθετών το πιστοποιεί. Ο Ινιαρίτου αντιμετωπίζει υπερβατικά την άνοδο και την πτώση του ήρωά του, με ένα τεχνικό μονοπλάνο που είναι επιδεικτικό, αλλά ουσιώδες.

Στον αντίποδα μίας λιτής αφήγησης, ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ δημιούργησε μία home movie φτιαγμένη με βασικά υλικά, τόσο απλή και τόσο σοφή. Κανείς δεν περίμενε πως μετά την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βερολίνου, ένα χρόνο πριν, αυτή η ταινία θα απασχολούσε την κινηματογραφική βιομηχανία. Μπορεί να έχει μαζέψει περισσότερα βραβεία Ενώσεων Κριτικών, αλλά εδώ είναι τα όσκαρ.

Την πεντάδα συμπληρώνουν αξιοκρατικά ο Μπένετ Μίλερ (δεύτερη υποψηφιότητά μετά το «Καπότε»), που ακολουθεί στο «Foxcatcher» μια ψύχραιμη, ζοφερή και υπόγειας έντασης σκηνοθετική γραμμή, ο Γουές Άντερσον με το ντελικάτο, παράξενο, έντονο, ψεύτικο και πανέμορφο «Ξενοδοχείο Grand Budapest» και ο Μόρτεν Τίλντουμ που ελέγχει με ακρίβεια το ρυθμό της βιογραφίας του Άλαν Τιούρινγκ σε τρεις χρονικές περιόδους και ακροβατεί στο δράμα και το κατασκοπευτικό θρίλερ. Όπως είπαμε, όμως και παραπάνω, και οι τρεις τους απλά συμπληρώνουν.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΡΩΤΟΥ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ

Είναι η μοναδική κατηγορία των φετινών ερμηνειών που δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει πριν την μεγάλη βραδιά, καθώς δυο υποψήφιοι κονταροχτυπιούνται μέχρι τελικής πτώσεως, μαζεύοντας εκατέρωθεν βραβεία, που σε μερικές περιπτώσεις...συμπίπτουν. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Η μεγάλη επιστροφή του Μάικλ Κιτον στην ενεργό δράση, και δη σε μια ταινία που με αξιώσεις διεκδικεί το φετινό βραβείο καλύτερης ταινίας αποτελεί από μόνο του ένα σημαντικό γεγονός. Η συμμετοχή του στο «Birdman» του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου στο ρόλο ενός παρηκμασμένου παλαι ποτέ ειδώλου του Χόλιγουντ, που τώρα βρίσκει «καταφύγιο» στο Μπρόντγουει είναι εν μέρει αυτοβιογραφική. Ο «Birdman» (ή μήπως «Batman»;) δείχνει να μην μπορεί να διαχειριστεί το φορτίο της παλιάς το δόξας, που τώρα αχνοφαίνεται, προσπαθώντας να αναβιώσει την καριέρα του μέσω του θεάτρου.

Οι δυσκολίες, οι αμφιβολίες, οι απογοητεύσεις, οι εμμονές, οι αναμνήσεις, όλα εκείνα τα συναισθήματα που ο Κίτον κλήθηκε να «παίξει», βρίσκονται μπροστά στο πανί. Το γεμίζουν, το κάνουν χίλια κομμάτια. Η ενέργεια και η διάθεση του Κίτον να κρατήσει όλλη την ταινία στις πλάτες του φανερώνουν από νωρίς τις προθέσεις του. Θα είναι μια άξια νίκη, καθώς έχει βραβευτεί με τη Χρυσή Σφαίρα, το βραβείο της Ένωσης Κριτικών και της αντίστοιχης του Σικάγο, και θα μιλούσαμε για σίγουρη βράβευση, αν δεν είχε απέναντί του έναν σκόπελο, σαν

τον Έντι Ρεντμειν της «Θεωρίας των Πάντων» του (ντοκιμαντερίστα) Τζέιμς Μαρς. Η ζωή και η καριέρα του Στίβεν Χόκιν είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που η Αμερικανική Ακαδημία αγαπάει να βραβεύει. Και ειδικά αν έχουν και μια δυνατή ερμηνεία από πίσω να την στηρίζει. Και εδώ την έχει, και με την παραπάνω. Ο Βρετανός Έντι Ρεντμέιν δίνει την κατα πως φαίνεται ερμηνεία της (μέχρι τώρα) καριέρας του, δίνοντας τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά το βαθος μιας οχι και τόσο μιμητικής «κατάστασης», που τον έχει χρίσει το απόλυτο φαβορί.

Έχοντας ως τρόπαια μια Χρυσή Σφαίρα (την αντίστοιχη που κέρδισε ο Κίτον για την δραματική, όμως κατηγορία), το Bafta και το βραβείο της ένωσης Ηθοποιών, ο Ρέντμειν μοιάζει έτοιμος για την νιητήριο λόγο το βράδυ της Κυριακής. Και μάλλον να είστε έτοιμοι να τον ακούσετε.

Στιβ Καρέλ («Foxcatcher»). Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερα μεγάλη περίπτωση, αυτή του Στιβ Καρέλ, που μοιάζει να επιχειρεί το μεγάλο βήμα της καριέρας του. Φεύγοντας από τις κωμικές περιπέτειες που τον έκαναν γνωστό (και στις οποίες κράτησε έναν ιδιαίτερα ευγενικό τρόπο), ο Καρέλ εμπιστεύεται στον Μπένετ Μίλερ (και καλά κάνει) την πολυπόθητη εκείνη στροφή, πρωταγωνιστώντας στο «Foxcatcher», μιας ταινίας που έφυγε από το περασμένο φεστιβάλ των Καννών με το βραβείο σκηνοθεσίας.

Εδώ ο Καρέλ υποδύεται έναν προπονητή πάλης με ιδιαίτερα εσωστρρεφή χαρακτήρα, προσκολλημένος στις εμμονικές συνήθειες της μητριαρχικής παιδικής του ηλικίας, κρύβοντας έναν υπολανθάνοντα ομοφυλοφιλισμό, αλλά κυρίως παίζοντας με τις μεταπτώσεις μιας ψυχολογίας που κουβαλά μέσα του και δεν μπορεί να βρεί καταφύγιο. Η τρομακτική του ερμηνεία (και αυτό δεν αφορά την...πρόσθετη μύτη του) θα μπορούσε -αν δεν υπήρχε υποψήφιος ο Ρέντμειν, κι ύστερα ο Κίτον- να του έδινε το πρώτο (και άξιο) Όσκαρ της καριέρας του.

Μπράντλει Κούπερ («American Sniper»). Η ταινία που κυριολεκτικά μπήκε την τελευταία στιγμή στις φετινές υπολογίσιμες δυνάμεις των βραβείων Όσκαρ είναι ένα αντιπολεμικό (και εν μέρει προπαγανδιστικό) δράμα του γερόλυκου Κλιντ Ίστγουντ, που η Ακαδημία αγαπά να ανέχεται. Εδώ, πρωταγωνιστής του είναι ο Μπράντλεϊ Κούπερ, ο οποίος είναι και ο μοναδικός της φετινής κατηγορίας που έχει ξαναυπάρξει υποψήφιος για βραβείο Όσκαρ. Δεν είναι όμως αυτό το (μοναδικό του) ρεκόρ, καθώς είναι και ο πρώτος ηθοποιός που για τρίτη συνεχόμενη χρονιά βρίσκεται υποψήφιος για το Όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου.

Ωστόσο φέτος βρίσκεται διπλά υποψήφιος, καθώς εκτελεί και χρέη παραγωγού για την ταινία, και έτσι θα «καρδιοχτυπήσει» και στην ανακοίνωση του βραβείου της καλύτερης ταινίας. Με μια ερμηνεία, τηρουμένων των αναλογιών των προθέσεων της ταινίας, ο Κούπερ στέκεται αντάξιος της εμπιστοσύνης και της καθοδήγησης του Ίστγουντ, και την τελευταία στιγμή μοιάζει ως η πιθανή έκπληξη της βραδιάς. Δύσκολα λέμε εμείς.

Τέλος, η άλλη Βρετανική (επεκτακτικής διάθεσης) προσθήκη στην κατηγορία είναι εκείνη του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς για την ερμηνεία του στην ταινία «Το Παιχνίδι της Μίμησης» του Μόρτεν Τίλντουμ. Εδώ, ο Κάμπερμπατς υποδύεται έναν μαθηματικό, τον Άλαν Τιούρινγκ (που πρόκειται για πραγματικό πρόσωπο), που κατάφερε όσο μαινόταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος να αποκρυπτογραφήσει μέσω μιας δικής του εφεύρεσης, ένα μεγάλο μέρος των κρυφών μυνημάτων των αντιπάλων.

Και ενώ η υπόθεση του Τιούρινγκ έχει περισσότερο ενδιαφέρον για την προσωπική του «ήττα», όταν η ομοφυλοφυλία του αποτέλεσε τρόπο να τον παραγκωνίσουν και να τον οδηγήσουν στον θάνατο, ο σκηνοθέτης επιλέγει να προσπεράσει το γεγονός αυτό και να μιλήσει «σιωπηλά» για αυτό, ενώ θα μπορούσε να στηριχτεί πάνω στην ερμηνευτική δεινότητα του Κάμπερμπατς και να αποδώσει πληρέστερα το πορτραίτο του Τιούριγνκ. Παρ' όλα αυτά όμως, και έτσι ακόμα, ο Βρετανός ηθοποιός καταφέρνει να κρατήσει την ταινία πάνω του, δίνοντας μια γεμάτη ένταση ερμηνεία, που ναι μεν εκτιμήθηκε (και πέρασε δίκαια στις υποψηφιότητες), αλλά θα μείνει εκει, δίνοντας του την απαραίτητη ώθηση για μια καριέρα που του επιφυλάσσει εκπλήξεις. Όσο και αυτός για εμάς. 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ  ΠΡΩΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ

Εδώ τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα και μάλλον φέτος θα διορθώσουν μια παρατυπία. Το οτι μια Τζούλιαν Μουρ έχει μείνει χωρίς βραβείο Όσκαρ. Και δεν θα είναι απλά μια διόρθωση, αλλά ένας (ερμηνευτικός σίγουρα) θρίαμβος. Οι πέντε υποψήφιες της κατηγορίας είναι οι εξής:

Τζούλιαν Μουρ (για το «Still Alice: Κάθε Στιγμή Μετράει»). Μετά από 4 άκαρπες υποψηφιότητες, ήρθε η ώρα της Ακαδημίας να δώσει το βραβείο σε μια μεγάλη κυρία του σινεμά που έμεινε τόσα χρόνια θεατής των  Όσκαρ. Ο λόγος για την Τζούλιαν Μουρ, που μετά τις «Ξέφρενες Νύχτες», το «Τέλος μιας Σχέσης», τις «Ώρες» και το «Ο Παράδεισος Είναι Μακριά» θα κερδίσει το Όσκαρ Α' Γυναικείου ρόλου για την ερμνηνεία της στο ανεξάρτητο «Still Alice» ερμηνεύοντας μια γυναίκα που βαδίζει στα χνάρια του Αλτσχάιμερ, μιας ασθένειας που την βγάζει από τον δρόμο της ρουτίνας που ζούσε καθημερινά. Και αυτή η περιπέτεια γίνεται στα χέρια της Μουρ, ο μοχλός για να πατήσει τη σκανδάλη μόνη της σε έναν αγώνα που ουσιαστικά τρέχει μόνη της. Άξιο Όσκαρ, χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Μαριόν Κοτιγιάρ (για το «Δυο Μέρες, Μια Νύχτα» των Ζαν Πιέρ και Λικ Νταρντέν). Η πρώτη Γαλλίδα ηθοποιός που προ πενταετίας κέρδισε το όσκαρ Α' γυναικείου ρόλου στην ιστορία της Ακαδημίας για την ερμηνεία της ως Εντίθ Πιάφ στο «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο» έρχεται ξανά στα Όσκαρ, αυτή τη φορά για να περισώσει την «τιμή» τνω αδερφών Νταρντέν που έφυγαν από τις πρόσφατες Κάννες χωρίς να διακριθούν στο διαγωνιστικό τμήμα.

Μια γυναίκα που της ανακοινώνεται οτι θα χάσει την δουλειά της, ξεκινώντας μια προσπάθεια να πείσει τους συναδέλφους της να τη βοηθήσουν, μιλάει απ' ευθείας για την κρίση σε μια εποχή που οι Νταρντέν επιλέγουν να μιλήσουν ρεαλιστικά και ωμά -πάντα στα δικά τους μέτρα-. Μια χαμηλόφωνη ερμηνεία που χτίζεται σταδιακά μέχρι την τελική έξοδο. Άξια υποψηφιότητα, ένα βραβείο από την Ένωση κριτικών, σε μια άλλη χρονιά θα είχε περισσότερες ελπίδες να θεωρηθεί και αντίπαλος. Φέτος όμως δεν είναι η χρονιά της.

Ρις Γουίδερσπουν (για το «Wild» του Ζαν Μαρκ Βαλέ). Μαζί με την Κοτιγιάρ είναι οι μοναδικές που έχουν κερδίσει το βραβείο Όσκαρ. Και ενω ο Βαλέ με το «Dallas Buyers Club» κατάφερε πέρυσι να φτάσει μέχρι τις βραβεύσεις τον Μαθιου Μακ Κόναχι (και να του δώσει το πολυπόθητο φιλί της ζωής σε μια ασθμαίνουσα καριέρα) και τον Τζάρεντ Λέτο, εδώ δεν τα καταφέρνει, αλλά ξαναβάζει την Γουίδερσπουν ξανά στο παιχνίδι σχεδόν μια δεκαετία μετά το Όσκαρ της για το «Walk the Line». Εδώ υποδύεται μια γυναίκα που αποφασίζει να αποτινάξει την καθημερινή της ζωή, που μοιάζει να βαλτώνει και να...πάρει τα βουνά. Απαιτητικός από άποψη προθέσεων ρόλος, παραπάνω από «σοβαρός», η Γουίδερσπουν αποκτά την αναγνώριση που ζητούσε και στέκεται άξια χειροκροτητής της Μουρ.

Φελίσιτι Τζόουνς (για τη «Θεωρία των Πάντων» του Τζέιμς Μαρς). Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πρωτοεμφανιζόμενη στην κατηγορία, αλλά και με μια περίπτωση γυναικείου ρόλου στην ταινία. Δηλαδή, η Τζόουνς υποδύεται τη γυναίκα του Στίβεν Χόκιν, δίπλα στον Έντι Ρεντμειν, και δεν είναι ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας της ταινίας (όπως συμβαίνει με την Κοτιγιάρ ή τη Γουίδερσπουν). Δύσκολα θα διακριθεί, αν και η ερμηνεία της κατάφερε να βοηθήσει και το στήσιμο του Ρέντμειν στο απαιτητικό παιχνίδι.

Ρόζαμουντ Πάικ (για το «Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» του Ντέιβιντ Φίντσερ). Η Πάικ που φέτος έκανε την Μεγάλη «είσοδο» στο Χόλιγουντ έρχεται στα Όσκαρ για να υποστηρίξει το «Κορίτσι» του Φίντσερ, που φέτος παραγκωνίστηκε κατάφωρα από την Ακαδημία. Απαιτητικών προδιαγραφών ρόλος, σαν αερικό μέχρι τα μισά της ταινίας, αναλαμβάνει στο υπόλοιπο -μέχρι και το φινάλε- να την κρατήσει πάνω της.

Μια γυναίκα που ασφυκτιά σε έναν συμβατικό γάμο, αποφασίζει να αντιστρέψει τους κανόνες και να πάρει το παιχνίδι στα χέρια της. Και με έναν τρομακτικό τρόπο ξεκινάει να υλοποιεί τους στόχους της. Ενδιαφέρουσα οπτική, ευγενικών προθέσεων ερμηνεία, άξια υποψηφιότητα. Και εδώ κλείνει ο κύκλος του ξανθού «Κοριτσιού».

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΑΝΔΡΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ

Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση απόλυτης κυριαρχίας και σίγουρης νίκης, καθώς ο «νικητής» έχει καταφέρει να κερδίσει το βραβείο κάθε ένωσης (ήτοι Χρυσή Σφαίρα, Bafta, βραβείο ένωσης ηθοποιών, κριτικών Νέας Υόρκης, Λος Άντζελες και Σικάγο). Οι πέντε υποψήφιοι, ή πιο συγκεκριμένα ο νικητής και οι τέσσερις...«τυχεροί» άτυχοι είναι οι εξής:

Τζ. Κ. Σίμονς (για το «Whiplash»). O μεσήλικας ηθοποιός που μέχρι πρότινος ήταν γνωστός για τις εμφανίσεις του σε δεύτερους ρόλους ανεξάρτητων παραγωγών -κυρίως-, έρχεται φέτος για να δικαιώσει την στόφα ενός καρατερίστα και βετεράνου που άξιζε προσοχής, αλλά ποτέ δεν έμενε πάνω του για περισσότερο από όσο διαρκούσε η θέαση της ταινίας που πρωταγωνιστούσε. Φέτος είναι η χρονιά του, και για να τραβήξει βλέμματα, φώτα και βραβεία πάνω του.

Στο ρόλο ενός αυστηρού καθηγητή που διψάει για φωνές, ιδρώτα, τζαζ και...αίμα, ο Σίμονς κατάφερε να προσδώσει στον χαρακτήρα του έναν απόκοσμα ψυχρό προσωπείο και να κάνει ακόμα και τους θεατές να ψάχνουν δικαιολογίες, όταν «στριμωχνόταν» ο μαθητευόμενος ντραμίστας «μας». Άξιο, δίκαιο το Όσκαρ του, σε μια κατηγορία που τον «ρίχνει», καθώς ο ρόλος του φλερτάρει με εκείνο του πρωταγωνιστικού Όσκαρ.

Ρόμπερτ Ντιβάλ (για τον «Δικαστή»). Ένας ζωντανός θρύλος, με ένα Όσκαρ στην κατοχή του για το «Tender Mercies» και άλλες 7 υποψηφιότητες (ανάμεσά τους για το δεύτερο κεφάλαιο του «Νονού», αλλά για το «Αποκάλυψη τώρα», αμφότερα του φίλου του, Φράνσις Φορντ Κόπολα), ο Ντιβάλ ξέρει οτι δεν θα κερδίσει το βραβείο, σε έναν ρόλο που όμως είναι καθαρόαιμος και του δίνει την ευκαιρία ξανά να απδείξει πόσο «ηθοποιός» είναι, πόσω μάλλον δίπλα στον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ. 

Ίθαν Χοκ (για τον «Μεγαλώνοντας»). Ο Χοκ είναι η περίεργη εκείνη περίπτωση ηθοποιού που βρέθηκε άλλη μια φορά υποψήφιος για Όσκαρ ερμηνείας με την «Ημέρα Εκπαίδευσης», και 2 για Όσκαρ σεναρίου (μαζί με τον Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ και την Ζιλί Ντελπί) για το δεύτερο και τρίτο μέρος της τριλογίας του (αρχής γενομένης με το) «Πριν το Ξημέρωμα».

Εδώ, εμπιστεύεται ξανά τον φίλο του, Ρίτσαρντ Λίνκλειτερ σε ένα πείραμα που κράτησε 12 ολόκληρα χρόνια. Στον ρόλο ενός πατέρα που βλέπει τον γιό του και την ζωή του να μεγαλώνει και να αλλάζει, ο Χοκ απέδειξε πόσο ικανός «πατέρας» της ανεξάρτητης -α λα Λινκλέιτερ- κομεντί είναι. Δεν θα κερδίσει, μα αξίζει αναφοράς αυτή του η συμμετοχή, αλλά και η αποστασιοποιημένη πρωταγωνιστικών προθέσεων στάση του στο όλο αυτό εγχείρημα.

Έντουαρντ Νόρτον (για το «Birdman» του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου). Τρίτη φορά υποψήφιος για βραβείο ερμηνείας, ο παραγνωρισμένος Νόρτον καταφέρνει να δίνει μάθημα ερμηνείας στις ταινίες που παίρνει μέρος. Και το ίδιο πράττει και εδώ, στον ρόλο ενός «κακομαθημένου» ηθοποιού, που θα συμμετάσχει στην παράσταση, που ένας παρηκμασμένος ηθποιός θα χρησιμποιήσει για να αναστήσει την καριέρα του στο Μπρόντγουει.

Με ένα καυστικό στόμα, μια διεπεραστική ματιά, ένα γοργό μυαλό και μια ήρεμη καταφατική συνειδητοποίηση οτι «ηθοποιός σημαίνει φως», ο Νόρτον θα μπορούσε να είναι αυτός ο φετινός άξιος νικητής, αν δεν υπήρχε ο Σίμονς να απαιτεί την βράβευσή του.

Μαρκ Ράφαλο (για το «Foxcatcher» του Μπένετ Μίλερ). Ο Ράφαλο βρίσκεται για δεύτερη φορά υποψήφιος στην ίδια κατηγορία, τέσσερα χρόνια μετά τα (σχεδόν γλυκόπικρα κωμικά) «Παιδιά Είναι Εντάξει». Ένας καρατερίστας που περπατάει μέσα στα χρόνια, σαν ανεβαίνοντας ένα (ερμηνευτικών διαστάσεων και απαιτήσεων) βουνό, βρίσκει εδώ τον (δυναμικά ήρεμο) ρόλο της καριέρας του για να αναδείξει ακόμα μια φορά οτι διαθέτει το χάρισμα να «ερμηνεύει» χαρακτήρες.

Εδώ στον ρόλο ενός αθλητή της πάλης, που βλέπει τον αδερφό του, σχεδόν υποχείριο ενός «βωβού» προπονητή, παλεύοντας για την αναγνώριση των ονομάτων των, κεντάει στις χιονισμένες εκτάσεις μιας παγωμένης προσιγεγραμμένης συμφωνίας με το μοιραίο. Θα μπορούσε να απειλήσει περισσότερο τον Σιμονς, αν η ταινία ερχόταν με περισσότερη φορά στις υποψηφιότητες. 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ

Όπως και στην κατηγορία του Α' γυναικείου και Β' Ανρικού ρόλου, έτσι και εδώ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα για το ποιο όνομα θα ακουστεί όταν ο φάκελος ανοίξει. Χωρίς να έχει να φοβηθεί τίποτα, η «νικήτρια» έχει μαζέψει την Χρυσή Σφαίρα, το Bafta, το βραβείο της ένωσης ηθοποιών, Κριτικών, ένωσης της Νέας Υόρκης, του Σικάγο, αλλά και του Λος Άντελες (που θεώρησε οτι η ερμηνεία της είναι πρωταγωνιστική δίνοντάς της το βραβείο Α' ρόλου - είναι σαν να λέμε, κλειδωμένο από παντού). Οι πέντε υποψήφιες για την κατηγορία είναι οι εξής:

η «νικήτρια» Πατρίσια Αρκέτ για το «Μεγαλώνοντας» του Ρίτσαρντ Λίνκλειτερ. Ο ρόλος που η Αρκέτ επιζητούσε για να επανκάμψει, ουσιαστικά ήταν έτοιμος 12 χρόνια πριν, όταν ήδη ήταν γνωστή με τη συμμετοχή της στην υπέροχη «Χαμένη Λεωφόρο» του Ντέιβιντ Λιντς. Υποδυόμενη τη μητέρα του πρωταγωνιστή που μεγαλώνει φυσικά μπροστά από την κάμερα του Λινκλειτερ, η Αρκέτ γελάει, χωρίζει, αγαπάει, ανησυχεί, κλαίει και συνεπαίρνει μαζί της το σύμπαν μιας ολόκληρης ταινίας. Σαν να ενληκιώθηκε η ίδια, το βράδυ της Κυριακής θα γιορτάσει αυτή την ενηλικίωση. 

Λόρα Ντερν (για το «Wild»). Μόλις δυο φορές υποψήφια, η «αγαπημένη» ηθοποιός του Ντέιβιντ Λιντς («Ατίθαση Καρδιά», «Μπλε Βελούδο», «INLAND EMPIRE») ήταν πάντα ένα βήμα πίσω από τα φώτα. Όχι γιατί δεν τα άξιζε, αλλά γιατί δεν τα επεδίωκε. Καρατερίστα των δεύτερων ρόλων, μια ήσυχη παρουσία που πάντα έδειχε την ερμηνευτική της δύναμη, εδώ εμφανίζεται ως η μητέρα μιας ηρωίδας (Γουίδερσπουν) που αναγκάζεται να συγκρατήσει έναν κόσμο που καταρρέει.

Ικανή για περισσότερα, αποτέλεσε έκπληξη η υποψηφιότητα της (καλοδεχούμενη με χαρά), αλλά θα μείνει μόνο μέχρι εκεί (όπως και οι υπόλοιπες τρεις υποψήφιες της φετινής κατηγορίας, ένεκα Αρκέτ).

Κίρα Νάιτλι (για το «Παιχνίδι της Μίμησης»). Δεύτερη φορά υποψήφια μετά το δράμα εποχής «Περηφάνια και Προκατάληψη» του φίλου - σκηνοθέτη της, Τζο Ράιτ, το κορίτσι από τη Βρετανία που συνηθίζει να «φοράει» ρούχα άλλων εποχών (από τους «Πειρατές» μέχρι την «Εξιλέωση» και από τον «Βασιλιά Αρθούρο» μέχρι και την «Άννα Καρένινα»), η Νάιτλι κάνει το ίδιο και φέτος, υποδυόμενη μια μαθητευόμενη ερωτευμένη με τον Άλαν Τιούργινκ επίδοξη κατάσκοπο των κρυπτογραφημένων μηνυμάτων των αντιπάλων Γερμανών κατα τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Καθαρή στις προθέσεις της, στέκεται υποστηρικτικά δίπλα στην ερμηνεία του Κάμπερμπατς, μα δύσκολη η επικράτησή της, ακόμα κι αν δεν ήταν υποψήφια η Πατρίσια Αρκέτ.

Έμα Στόουν (για το «Birdman»). Να ένα άξιο Όσκαρ. Η αναγνώριση μιας ηθοποιού που θα απασχολήσει με τους ρόλους της το μέλλον του Χόλιγουντ θα μπορούσε να ξεκινήσει με αυτή την ερμηνεία, που θα μπορούσε να απειλήσει στα ίσια την Πατρίσια Αρκέτ. Στον ρόλο της κόρης ενος πάλαι ποτέ αστέρα του Χόλιγουντ, που πελον έχει καταλήξει να τριγυρίζει πιωμένη και «φτιαγμένη» στα παρασκήνια και στις ταράτσες ενός θεάτρου στο Μπρόντγουει, ο αυθάδης μα αληθινός χαρακτήρας της Στόουν είναι ίσως και εκείνος που δίνει στην ταινία, το νόημα της αφέλειας που σφηνώθηκε στον τίτλο.

Εξαιρετική παρουσία, αγνών προθέσεων το σκληρό ροκ που επιδιώκει να παίξει. Και το ζήτημα είναι οτι παίζει τόσους διαφορετικούς ρόλους σε ένα παιχνιδιάρικο μονοπλάνο, με τόσο απολαυστικό τρόπο. Εύγε Έμμα.

Μέριλ Στριπ (για τα «Μυστικά του Δάσους»). Και φέτος υποψήφια. Καταρρίπτονας το ρεκόρ που η ίδια δημιούργησε ο ζωντανός θρύλος που λέγεται Στριπ, έχει φτάσει αισίως τις 19 υποψηφιότηες για βραβειο Όσκαρ, έχοντας στην κατοχή της τρία βραβεία (δυο Α' ρόλου για την «Εκλογή της Σόφι» και της «Σιδηράς Κυρίας» και ένα Β' ρόλου για το «Κράμερ Εναντίον Κράμερ»), μα ένα βήμα πάντα κάτω από την Κάθριν Χέμπορν, που κέρδισε 4 βραβείο Α' γυναικείου ρόλου στην καριέρα της, η Μέριλ υποδύεται φέτος (αφού μπορεί) μια μάγισσα στο ανέβασμα ενός κλασσικού «παραμυθιού» του Μπρόντγουει, υπο τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ρομπ Μάρσαλ.

Σκοπός του παραμυθιού αυτού είναι να βάλει στο μπλεντερ την Κοκκινοσκουφίτσα, τον Τζακ και τη φασολιά του, την Σταχτοπούτα, τη Ραπουντζέλ, δράκους, μάγισσες, γίγαντες και κακούς λύκους σε μορφή μιούζικαλ. Ναι, η Μέριλ Στριπ τραγουδάει. Και το κάνει υπέροχα. Όπως υπέροχα παίζει. Όπως άξια δικαιούται και αυτό το βραβείο φέτος. Αλλά το έχει κλειδώσει η Πατρίσια Αρκέτ, το ξαναείπαμε. 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ

Μία από τα ίδια. «Μεγαλώνοντας», «Birdman» η μήπως τελικά «Ξενοδοχείο Grand Budapest»; Στη βράβευση του πρωτότυπου σεναρίου η Ακαδημία θα προμοτάρει τον τελικό μεγάλο νικητή ή θα δώσει βραβείο παρηγοριάς. Αν ακολουθήσουν τη λογική πως το «Μεγαλώνοντας» εμπεριέχει αρκετό αυτοσχεδιασμό, μας μένουν τα υπόλοιπα δυο. Με δεδομένο το βραβείο της Ένωσης Σεναριογράφων, ίσως τελικά το «Ξενοδοχείο Grand Budapest» να πάρει το μοναδικό «μεγάλο» βραβείο του για την βραδιά. Το «Foxcatcher» και ο «Νυχτερινός Ανταποκριτής», είναι σκοτεινές μελέτες της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και επισημαίνονται ως εξαιρετικά δείγματα γραφής, χωρίς αξιώσεις νίκης.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ

Στην κατηγορία του διασκευασμένου σεναρίου, το τοπίο είναι πιο ξεκάθαρο. Το «Παιχνίδι της Μίμησης» αποκρυπτογραφεί έναν ανιγματικό κι αμφιλεγόμενο χαρακτήρα καλύπτοντας τις κινηματογραφικές αδυναμίες με παλιομοδίτικο φίλτρο. Έχει το βραβείο των Σεναριογράφων και μοιάζει φαβορί. Αν το χάσει θα είναι από το «Χωρίς Μέτρο» που κατάφερε να εισχωρήσει δίκαια στην κατηγορία. Η Ακαδημία θεώρησε πως η ταινία βασίζεται κυρίως στη Μικρού μήκους που είχε προηγηθεί και αφηγούταν την ίδια ιστορία και γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε ως διασκευή. Τα «Έμφυτο Ελάττωμα», «Ελεύθερος Σκοπευτής» και «Η Θεωρία των Πάντων» συμπληρώνουν την πεντάδα και δεν απειλούν.

Βραβεία Όσκαρ 2015: Αυτό το Όσκαρ ποιος θα το πάρει; (μέρος 1ο)

Βραβεία Όσκαρ 2015: Αυτό το Όσκαρ ποιος θα το πάρει; (μέρος 2ο)

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ