Ταινίες της εβδομάδας: Το «Obscuro Barroco» και το «Μπαλκόνι-Μνήμες Κατοχής» είναι δυο ξεχωριστά ελληνικά ντοκιμαντέρ - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
9:32
26/4

Ταινίες της εβδομάδας: Το «Obscuro Barroco» και το «Μπαλκόνι-Μνήμες Κατοχής» είναι δυο ξεχωριστά ελληνικά ντοκιμαντέρ

Μια οπτικοακουστική φαντασμαγορία με φόντο τις νύχτες καρναβαλιού του Ρίο ντε Τζανέιρο («Obscuro Barroco») και ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο πάνω σε μια άγνωστη ναζιστική θηριωδία στη χώρα μας («Το Μπαλκόνι-Μνήμες Κατοχής») είναι δυο αξιόλογα ελληνικά ντοκιμαντέρ στα οποία αξίζει ένα ευρύ κοινό.

Από τον Λουκά Κατσίκα

ΟBSCURO BARROCO της Ευαγγελίας Κρανιώτη

Τρία χρόνια αφότου συστήθηκε κινηματογραφικά με το ντοκιμαντέρ «Erotica, Exotica, Etc.», η Ευαγγελία Κρανιώτη δίνει εξαιρετικές υποσχέσεις για το μέλλον της πίσω από την κάμερα χάρη σε ένα ονειρικό, σχεδόν παραισθησιογόνο ταξίδι στη νυχτερινή πραγματικότητα μιας πόλης και μιας εμβληματικής κατοίκου της. Η πόλη στο «Obscuro Barroco» είναι το Ρίο ντε Τζανέιρο, έτσι όπως παραδίδεται στα ξέφρενα καλέσματα, την παραζάλη και τις πρόσκαιρες ηδονές του ετήσιου καρναβαλιού. Η γυναίκα είναι η Λουάνα Μουνίζ, τρανσέξουαλ σύμβολο της βραζιλιάνικης γκέι ζωής και ακτιβίστρια, η οποία αναχώρησε αιφνίδια από τη ζωή λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων του φιλμ.

Η οπτικοακουστική και ονειρική φαντασμαγορία της Κρανιώτη πάνω στις μεταμορφώσεις και τις χίμαιρες μιας πόλης και μιας γυναίκας αποτελεί ένα εντυπωσιακό σκηνοθετικό εγχείρημα.

Γύρω από τους δυο αυτούς πρωταγωνιστές, οι οποίοι αντανακλώνται ο ένας στον άλλο, η Κρανιώτη εμπνέεται λιγότερο ένα παραδοσιακό ντοκιμαντέρ και περισσότερο μια γνήσια οπτικοακουστική εμπειρία: μια παράδοξη τελετουργία εικόνων, ήχων, όψεων και σωμάτων η οποία απλώνεται στην οθόνη σαν τις σκόρπιες αναμνήσεις ενός ονείρου, σαν εξωτική περιπλάνηση, σαν γοητευτική οφθαλμαπάτη και σαν στοχασμός πάνω στις σημασίες της μεταμφίεσης, της υπόδυσης ρόλων και της μεταμόρφωσης για έναν άνθρωπο και για έναν ολόκληρο τόπο.

ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ-ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΤΟΧΗΣ του Χρύσανθου Κωνσταντινίδη

Στις 3 Οκτωβρίου του 1943 μια ομάδα Γερμανών στρατιωτών έπνιξε το γιαννιώτικο χωριό των Λιγκιάδων στο αίμα, σφαγιάζοντας τους κατοίκους του- παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένους, ακόμη και βρέφη- και πυρπολώντας τα πάντα στο διάβα της. Αρκετές δεκαετίες μετά το αποτρόπαιο συμβάν, ένας Γερμανός ιστορικός ταξιδεύει στην Ελλάδα, επισκέπτεται το χωριό και αρχίζει να συγκεντρώνει σε ένα μαγνητόφωνο τις μαρτυρίες των τελευταίων επιζώντων της σφαγής. Σκοπός του είναι να διεξάγει μια εξονυχιστική έρευνα η οποία θα επιχειρήσει να ρίξει φως στις αιτίες και τους υπευθύνους που καταδίκασαν περισσότερους από 80 αθώους σε βίαιο θάνατο. 

Έχοντας πάρει προ καιρού τις απαντήσεις του και για λογαριασμό πλέον του πολύτιμου αυτού ντοκιμαντέρ, ο ιστορικός παίζει τις κασέτες στους απογόνους των θυμάτων του απερίγραπτου ολοκαυτώματος και ξεσκεπάζει τις αθέατες παραμέτρους που μετέτρεψαν εκείνο το πρωινό του 1943 σε μια από τις πιο ανατριχιαστικές ναζιστικές θηριωδίες που έχουν διαδραματιστεί σε ελληνικό έδαφος.

Όχι ένα ακόμη ντοκιμαντέρ πάνω στις ναζιστικές κτηνωδίες που εκτυλίχθηκαν στη χώρα μας, αλλά ένα συνταρακτικό ιστορικό  ντοκουμέντο που οφείλουν να δουν όσο το δυνατόν περισσότεροι θεατές.

Διακριτικός παρατηρητής, που εύλογα αδυνατεί να κρύψει πόσο συγκλονισμένος στέκει απέναντι στα όσα καλείται να διηγηθεί με την ταινία του, ο Χρύσανθος Κωνσταντινίδης μετατρέπει την επίμονη σταυροφορία του Κριστόφ Σμινκ Γκουστάβους (όπως είναι το όνομα του Γερμανού ιστορικού) και τα αποτελέσματα της πολυετούς έρευνάς του σε ένα συνταρακτικό ντοκουμέντο πάνω σε ένα ανομολόγητο ναζιστικό έγκλημα και συνάμα σε μια επίκληση για την ανάγκη διατήρησης της ιστορικής μνήμης, όσο οδυνηρή κι αν παραμένει. 

Πένθιμο και σεβάσμιο, όπως ακριβώς αρμόζει στο θέμα του, το «Μπαλκόνι» δεν αποφεύγει κάποιους πλατειασμούς και επαναλήψεις μετά τη σφιχτοδεμένη πρώτη του ώρα. Είναι τόσο δυνατός ο αντίκτυπος των όσων καταγράφει, ωστόσο, και τόσο αβίαστα συγκινητική η αποτύπωση του πόνου και η εξιστόρηση της φρίκης, ώστε κάθε ένσταση (και κριτική ματιά) αποδυναμώνεται μπροστά στη συναισθηματική φόρτιση του φιλμ, την ειλικρίνεια του δημιουργού του και την ίδια την πραγματικότητα.