Ταινία της Εβδομάδας: Ο Τζάρμους «τζαμάρει» με τους all star φίλους του σε έναν κόσμο απέθαντων - νεα , ειδησεις || cinemagazine.gr
9:32
18/7

Ταινία της Εβδομάδας: Ο Τζάρμους «τζαμάρει» με τους all star φίλους του σε έναν κόσμο απέθαντων

Η μετα-αποκαλυπτική σάτιρα του Τζιμ Τζάρμους που άνοιξε το 72ο Φεστιβάλ Καννών, μπορεί να μην ανανεώνει τη ζόμπι μυθολογία όπως κατάφεραν «Οι Εραστές» για την αντίστοιχη των βαμπίρ, παραμένει ωστόσο μια διασκεδαστική all star cast συνύπαρξη που μένει πιστή στην χαρακτηριστική τζαρμουσική ιδιοσυγκρασία.

Από τον Νεκτάριο Σάκκα

Με μια ταινία που θα μπορούσε να αποτελέσει τον ορισμό του πνευματώδους fun, πλην όμως αρκείται σε μία μετα-αποκαλυπτική σάτιρα πρώτου επιπέδου διανθισμένη με εκλάμψεις της απολαυστικά cool ιδιοσυγκρασίας του δημιουργού της, ο Τζιμ Τζάρμους συγκεντρώνει γύρω του καλούς φίλους που στην περίπτωση αυτή συνθέτουν ένα λαχταριστό all star cast (Μπιλ Μάρεϊ, Άνταμ Ντράιβερ, Τίλντα Σουίντον, Στιβ Μπουσέμι, Ντάνι Κλόβερ, Κλόι Σεβινί, Σελίνα Γκόμεζ, Τομ Γουέιτς) και ηχηρά καμέο (Ίγκι Ποπ και Σάρα Ντράιβερ).

Το «Οι Νεκροί Δεν Πεθαίνουν» («The Dead Don’t Die») είναι εν πολλοίς ένα αμάλγαμα συστατικών της ζόμπι μυθολογίας που σύστησε ο «πατριάρχης» του είδους Τζορτζ Ρομέρο μέσα από τις πρώτες δύο ταινίες της τριλογίας των ζωντανών-νεκρών, τα θρυλικά «Night of the Living Dead» (1968) και «Dawn of the Dead» (1978). Σε αυτό, η ήσυχη κωμόπολη Centerville αναστατώνεται όταν ο άξονας της γης αποσταθεροποιείται, έρχονται τα πάνω κάτω και οι νεκροί σηκώνονται από τους τάφους ζητώντας κυρίως τις σάρκες των ζωντανών και δευτερευόντως ό,τι τους είχε λείψει από τότε που ήταν ακόμα ζωντανοί. Την κρίση καλούνται να αντιμετωπίσουν οι αστυνομικοί Κλιφ (Μάρεϊ), Ρόνι (Ντράιβερ) και Μίντι (Σεβινί), όμως τίποτα προφανώς δεν πάει σύμφωνα με το πλάνο, πολύ απλά επειδή σε μία gore κωμωδία όπως αυτή δε νοείται υπάρχει τέτοιο.

Έχει το ενδιαφέρον της η απόπειρα του Τζάρμους να προσεγγίσει το μετα-αποκαλυπτικό γκροτέσκο ως μία τραγελαφική συνθήκη υπαρξιακής αποδιοργάνωσης

Η αλήθεια είναι πως το φιλμ ξεκινά με εφόδιο εκείνο το γνώριμο offbeat χιούμορ του Τζάρμους όπου εδώ διαχέεται ισότιμα ανάμεσα στους φευγάτους διαλόγους των ηρώων του, τις χαριτωμένα άβολες παύσεις τους και κάποιες λίγες στιγμές εμπνευσμένης ειρωνείας όπως αυτή με τον ρατσιστή Μπουσέμι να φοράει καπελάκι «Keep America White Again» (!) πίνοντας καφέ δίπλα στον Κλόβερ. Παράλληλα δηλώνουν παρών το απλά χαριτωμένο meta χιούμορ με τους συναδέλφους Μάρεϊ και Ντράιβερ να κάνουν πλάκα με το σενάριο και το τραγούδι της ταινίας καθώς επίσης ένα κάρο κινηματογραφικές αναφορές που ξεκινούν αναμενόμενα από τον Ρομέρο και φτάνουν στον Σάμιουελ Φούλερ και το «Ψυχώ».

Με δεδομένη την ευχέρεια του Τζάρμους στην επαναπροσέγγιση κορεσμένων μυθολογιών όπως η βαμπιρική έπειτα από το υπέροχο «Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί», οι φορτωμένες προσδοκίες για το «Οι Νεκροί Δεν Πεθαίνουν» και μια ευφάνταστη αναδόμηση της σχετικής μυθολογίας με όρους σύγχρονης σάτιρας έμειναν ως επί το πλείστον αδικαίωτες. Τα περισσότερα «καρφιά» προς την Αμερική του Τραμπ, της ακατάσχετης συνωμοσιολογίας και της άρνησης της κλιματικής αλλαγής είναι πρώτου επιπέδου, οι αναφορές περί (υπερ)καταναλωτισμού τυχαίνουν μεν μιας επίκαιρης απεικόνισης που έχει την πλάκα της δίχως να πουν κάτι περισσότερο από όσα έχουν ήδη ειπωθεί από τον καθ’ ύλην αρμόδιο (Ρομέρο) εδώ και δεκαετίες, ενώ ο επίλογος του αφηγητή Τομ Γουέιτς που παίζει τον τρελό του χωριού κινείται στην αχρείαστη λογική «να σας το κάνω πενηνταράκια για όποιον δεν κατάλαβε».

Στον αντίποδα βέβαια έχει το ενδιαφέρον της η απόπειρα του Τζάρμους να κατεβάσει στο μίνιμουμ το σασπένς και την κλειστοφοβία μιας ταινίας με ζόμπι, προσεγγίζοντας το μετα-αποκαλυπτικό γκροτέσκο ως μία τραγελαφική συνθήκη υπαρξιακής αποδιοργάνωσης. Επίσης, του δουλεύει πολύ καλά η day for night φωτογραφία του Φρέντερικ Ελμς («Paterson», «Τσακισμένα Λουλούδια»), ενώ η «σαμουράι» με σκωτσέζικη προφορά Τίλντα Σουίντον ενσαρκώνει τον με διαφορά πιο διασκεδαστικό χαρακτήρα της ταινίας.

Ακόμα όμως και αν μένει κανείς πιστός στην όχι ακριβώς σβέλτη εξέλιξη της αφήγησης, το τρίτο μέρος μοιάζει κάπως αβέβαιο και στεγνό από ιδέες για το πού θέλει να καταλήξει, σαν ο Τζάρμους να έχει αρκεστεί σε μία ευχάριστη κινηματογραφική συνάθροιση καλών φίλων και συνεργατών, εντός της οποίας δε βρίσκουν χρηστική αξία τα ζομπο-καμέο των Ίγκι Ποπ και Σάρα Ντράιβερ. Όσο όμως και αν περιμέναμε περισσότερα από τον αγαπημένο Αμερικανό δημιουργο των «Πέρα από τον Παράδεισο», «Τσακισμένα Λουλούδια» και «Paterson», είναι δύσκολο να μην αφεθεί κανείς στον χαριτωμένα αποδιοργανωμένο κόσμο που στήνει με αυτοσχεδιαστικό μπρίο ο Τζάρμους.