Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος - ταινιες || cinemagazine.gr

Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος

An Elephant Sitting Still

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2018
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Κίνα
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χου Μπο
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Χου Μπο
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ζανγκ Γιου, Πενγκ Γιουτσάνγκ, Γουάνγκ Γιουγουέν, Λι Κονγκτσί
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Φαν Τσάο
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Λουν Χουά
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 230'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Carousel
    Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος

Η εξιστόρηση ενός 24ώρου τεσσάρων χαρακτήρων και των παράπλευρων ιστοριών τους στην σύγχρονη Κίνα.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Η πρώτη και τελευταία ταινία του Χου Μπο, που αυτοκτόνησε λίγο μετά την ολοκλήρωσή της, είναι καταδικασμένη να τεντώνεται ανάμεσα στα άκρα της. Από την μια πλευρά η μυθοποίηση, από την απέναντι εκείνοι που δεν θα μπορέσουν (ή δεν θα ενδιαφερθούν) να διαρρήξουν τον εξτρεμιστικό δημιουργικό της υμένα. Ο «Ακίνητος Ελέφαντας», σε μια πικρή, πικρότατη (και ίσως σκόπιμη) ειρωνεία, θα είναι τελικά ο ίδιος ο πεθαμένος του δημιουργός, ένα 29χρονο παιδί, που θα είχε τους λόγους του (στην ταινία φαίνονται πάμπολλοι, αν σου αρέσει να πειθαναγκάζεσαι στην βιογραφική ανάγνωση ενός έργου) αλλά τελικά θα είναι πάντα ανεπηρέαστος από την οχλαγωγία.

Που για τα δεδομένα του κυκλώματός της, δεν είναι και λίγη. Άλλωστε εδώ έγκειται και η μυθοποίηση. Με κοτζάμ Μπέλα Ταρ, Χου Χσιάο Χσιέν και διάφορους σημαντικούς και μη εξαιρετέους μοντερνιστές ή μοντερνίζοντες στο πλευρό της, η ταινία (προβλέψιμα) γοήτευσε τους κριτικούς της FIPRESCI στο Βερολίνο του 2018 και αποτελεί πλέον τον νέο «από στόμα σε στόμα» κινηματογραφικό θρύλο μιας εποχής στερεμένης από ωραίες, θλιβερές ιστορίες καλλιτεχνών που μάτωσαν τελεσίδικα τ’ όνομά τους. Ανέκαθεν υπήρχαν τέτοιοι μηχανισμοί, αντίδρασης και προώθησης, ανέκαθεν η πηγαία έκφραση αιμοδοτούσε λιγότερο πηγαίες αντιδράσεις προσεκτικής εμπορευματοποίησης. Φυσικά, το ίδιο το έργο, ουδόλως ευθύνεται.

Πάνω απ΄ όλα το έργο είναι μια αβάσταχτου κύρους, κινηματογραφική μετάφραση ενός μυαλού που λοξοδρομεί αδίστακτα προς το Μηδέν

Και η αλήθεια είναι πως τον «Ελέφαντα που Στέκεται Ακίνητος», με μια ιστορία παρμένη από μια νουβέλα του ίδιου του Μπο (που πρόλαβε δύο βιβλία), δεν μπορείς να τον περιφρονήσεις. Παραείναι ογκώδης, παραείναι η αδράνειά του τεράστια, η μετακίνησή του από μέσα σου (και κάποιοι θα θελήσουν επιτακτικά να τον μετακινήσουν από μέσα τους) δεν μπορεί να συμβεί εύκολα. Ίσως γιατί πάνω απ΄ όλα το έργο είναι μια αβάσταχτου κύρους κινηματογραφική μετάφραση ενός μυαλού που λοξοδρομεί αδίστακτα προς το Μηδέν.

Ο Μπο δομεί το έργο του πάνω στην αισθητική του μονοπλάνου, χωρίς ακροβασίες, χωρίς κάποια επιτήδευση - εκτός βέβαια αν βρίσκεις επιτηδευμένη την μονοπλανικότητα. Στις τέσσερεις ώρες του έργου, στις οποίες θα αναφερθώ παρακάτω, θα πάρεις όχι πάνω από 30 πλάνα, γεγονός απολύτως σοκαριστικό αν έχεις ανατραφεί στο «κανονικό» αμερικανικό ντεκουπάζ αλλά σχεδόν φυσιολογικό αν οι αναφορές σου είναι οι κλασικοί του μονοπλάνου από τον Γιαντσό και τον Ταρκόφσκι ως τον Αγγελόπουλο, τον Ταρ και τον Χσιάο Χσιεν - με τον οποίο βρίσκω και την μεγαλύτερη συγγένεια του έργου, αν υπάρχει κάποια τέτοια. Τα πλάνα του είναι απολύτως νατουραλιστικά, ο Χρόνος αποκτά το σώμα του εντελώς οργανικά συμβαίνοντας μέσα στο πλάνο (ειδικά στον στυλιστικό θρίαμβο του σχεδόν ημίωρου φινάλε) και η αλήθεια των συμβαινόντων σπάει το φράγμα της «αναληθοφάνειας» του μοντάζ.

Αφήνοντας ωστόσο κατά μέρους μικρές πινελιές μεγάλης και οδυνηρής βιρτουοζιτέ (όπως το ότι συχνά η κάμερα κινείται εν μέρει αριστερόστροφα, λες και θέλει να γυρίσει πίσω τον χρόνο), αυτό είναι ένα σινεμά για τα μάτια και τα μαθημένα του θεατή του. Η πραγματεία μιας ασφυκτικά γκρι Κίνας που θέλει να φύγει για κάπου, το ενίοτε σπαρακτικά γρυλιστικό «όχι πια εδώ» των συμπιεσμένων ηρώων, η μετωπική πρόσκρουση πάνω στην αναπόφευκτη αλήθεια της υπαρξιακής ματαιότητας, θα πρέπει να περάσουν όχι μόνο τις Συμπληγάδες ενός κοινού που αδιαφορεί περήφανα για διπλανά του ζητήματα αλλά και το εμπόδιο της απαιτούμενης υπομονής που χρειάζεται ο Μπο. (Υπομονής που δεν επέδειξε ο ίδιος μάλιστα – καθώς η δημοσιογραφική οσιοποίηση μιας αυτοκτονίας οφείλεται να εξισορροπείται από την ματαιότητά της.)

Εδώ είναι που οι τέσσερεις ώρες, αφάνταστα ωφέλιμες για κάποιον αναθρεμμένο μ’ αυτόν τον τρόπο (και επίμονα ανθρώπινο στον ρυθμό του σινεμά που προτιμά), εμποδίζουν όχι μόνο την οικονομία ή την αποφυγή φιλαρεσκειών ενός πρωτόλειου αλλά την ίδια την αίσθηση. Που όσο  κοντεύει στην εμπειρία της ανθρώπινης συναναστροφής, όσο αλυσοδένεται στις μάταιες προοπτικές της ιδιοκατασκευής μας, άλλο τόσο χρονοτριβεί στην επανάληψη, την αφυσικότητα και το μαζοχιστικό τρίψιμο πάνω στις πέτρες που θα το ξεσκίσουν. Η συμπάσχουσα καταγραφή του σινεμά μπορεί να ξανοιχτεί στον ορίζοντα του μεταξύ μας αίσιου ή μπορεί και να βαλτώσει στον βούρκο της απροσπέλαστης απελπισίας.

Επιλογές.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος
  • Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος